Η τοποθεσία που έχει επικρατήσει να λέγεται «Θρόνος του Ξέρξη» είναι αυτή πάνω από το Πέραμα. Από εκεί λέγεται ότι ο Πέρσης βασιλιάς παρακολούθησε τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ
Στα αζήτητα παραμένει, τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η «τύχη» ενός έργου που προχωρούσε μέσω σύμβασης παραχώρησης, αξίας περί των...
Συγκεκριμένα, η φωτιά ξέσπασε σε οικία στην οδό Διομήδους και εντοπίστηκε η σορός, η οποία – επί του παρόντος – δεν έχει ταυτοποιηθεί.
Για την κατάσβεση της φωτιάς επιχείρησαν οκτώ πυροσβέστες με τρία οχήματα.
Επισημαίνεται ότι διενεργείται προανάκριση για να εντοπιστούν τα αίτια που προκάλεσαν τη φωτιά.
Σε ανακοίνωσή της στο Χ, η Πυροσβεστική έγραψε: «Σορός ατόμου εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια κατάσβεσης πυρκαγιάς σε οικία, επί της οδού Διομήδους στη Σαλαμίνα. Επιχειρούν 8 πυροσβέστες με 3 οχήματα».
Μάλιστα, το παιδί του θύματος δεν γνωρίζει ότι η μητέρα του δεν ζει ενώ τον παρακολουθούν ψυχολόγοι.
Η αδελφή της, Μαρία μίλησε με συγκινητικά λόγια για την άτυχη γυναίκα και απαντώντας για το αν γνώριζε όσα προβλήματα υπήρχαν στο σπίτι της αδελφής της η ίδια ανέφερε:
«Νόμιζα ότι την ήξερα, ότι μπορώ να βάλω το χέρι μου στη φωτιά. Αναρωτιέμαι αυτοί που άκουγαν και εμείς δεν γνωρίζαμε γιατί δεν ενημερώθηκε η οικογένεια. Έχει παγώσει όλη μου η ζωή. Δεν ξέρω για ποιον λόγο δεν μίλησε κανείς. Ενάμιση χρόνο που έμενε η αδερφή μου στη Σαλαμίνα δεν την είδα χτυπημένη
Και στη συνέχεια συμπλήρωσε αναφερόμενη στα όσα γνώριζε για τον δολοφόνο: «Δεν μπορώ να πω ότι ήταν και η καλύτερη επιλογή για την αδερφή μου. Φαινόταν χαμηλών τόνων. Το παιδί δεν έδειχνε ποτέ. Παιδιά σαν τον ανιψιό μου τα διακρίνεις από τη συμπεριφορά τους αν συμπαθούν ή όχι έναν άνθρωπο. Δεν μπορούν να μιλήσουν αλλά μπορούν να δείξουν. Όλο μας το ενδιαφέρον ήταν καθαρά στο βιοποριστικό και η άρνησή του να δουλέψει ή να βγάλει μια σύνταξη. Περιστασιακά εργαζόταν και ζούσε στην πλάτη της αδερφής μου τον τελευταίο ενάμιση χρόνο».
Aκόμη η Μαρία αναφέρθηκε και στον ανιψιό της, ο οποίος πλέον μένει μόνιμα με τον πατέρα του.
Όπως αποκάλυψε η ίδια, το μικρό παιδί δεν γνωρίζει ακόμα ότι η μαμά του δεν ζει, με τον πατέρα του, τη θεία του και τη γιαγιά του να ακολουθούν οδηγίες από ειδικούς.
«Περίμενε να φύγει το παιδί για τη σκοτώσει. Δεν είχε σχολείο ήταν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι. Οι ψυχολόγοι δεν έχουν μιλήσει ακόμα στο παιδί. Έχει μια διαδικασία που ίσως πάρει χρόνο. Έχουμε μόνο την μαρτυρία. Απ’ ότι έχω εικόνα το παιδί δεν γνωρίζει. Δεν θέλαμε να ταράξουμε το παιδί με ερωτήσεις γιατί ακόμα αυτό θα τον ταράξει. Ακολουθούμε κοινή γραμμή όπως αν ζούσε η αδερφή μου. Δεν φοράμε μαύρα, είμαστε κανονικοί όλοι», ανέφερε η αδελφή της 43χρονης.
«Του είπαμε ότι η μαμά έχει πάει μια εκδρομή, μίλησε με τον μπαμπά του παιδιού. Η γραμμή είναι να του πουν ότι η μαμά λείπει μέχρι να μπορέσουν να του πουν αυτά που πρέπει να του πουν και εμείς ακολουθούμε κατά γράμμα. Θεωρώ ότι το παιδί έχει καταλάβει αλλά δεν έχω κάποια απόδειξη και δεν τολμάω να προσπαθήσω να τον ρωτήσω να μου το επιβεβαιώσει. Πολλά παιδιά έχουν πρόβλημα στην έκφραση αλλά όχι στην αντίληψη», είπε τέλος η ίδια.
Η 43χρονη στις 2 Δεκεμβρίου είχε καταγγείλει τον 71χρονο στις Αρχές για ενδοοικογενειακή βία, εξύβριση και υπεξαίρεση.
Όπως ανέφερε η ίδια στους αστυνομικούς, το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου και συγκεκριμένα στις 22:40, ο άνδρας τη χτύπησε, την απείλησε και την έβρισε στο σπίτι όπου διέμενε με τον 15χρονο γιο της.
Πληροφορίες ανέφεραν ότι στην καταγγελία της υποστήριζε ότι ο σύντροφός της, χτύπησε την ίδια αλλά και το 15χρονο παιδί της. Απείλησε πως θα την σκοτώσει, και στη συνέχεια πήρε το κινητό της και το αυτοκίνητό της και έφυγε.
«Μετά το ξύλο, της πήρε το αμάξι και το κινητό, μάλλον το ήθελε για να φωνάξει βοήθεια, και μετά ξαναγύρισε και άκουσα την κοπέλα να φωνάζει. Εκεί πρέπει να της έσπασε το πόδι», είπε ένας γείτονας.
Τότε, οι αστυνομικοί την είχαν ενημερώσει για την εφαρμογή «panic button» και την εγκατέστησαν στο κινητό της τηλέφωνο, ωστόσο, το μοιραίο πρωινό της Τρίτης η γυναίκα δεν πρόλαβε την χρησιμοποιήσει.
«H γυναίκα είχε την εφαρμογή στο κινητό της και είχε λάβει σαφείς οδηγίες από τους αστυνομικούς είτε να ενημερωθούν αν τον δουν κοντά στην περιοχή ή να ενεργοποιηθεί το panic button», ανέφερε η εκπρόσωπος της Αστυνομίας.
Η γυναικοκτονία έγινε στις 6 Δεκεμβρίου στην οδό Αίαντος στη Σαλαμίνα. Οι γείτονες άκουσαν γύρω στις 7 το πρωί φασαρία από το συγκεκριμένο σπίτι. Σχεδόν ταυτόχρονα με τις φωνές άκουσαν και δύο πυροβολισμούς και άμεσα ειδοποίησαν την αστυνομία.
Ο δράστης την αιφνιδίασε και την πυροβόλησε με το κυνηγετικό όπλο 2 φορές ίσως από το μικρό τζάμι της πόρτας του πατρικού της σπιτιού, που βρέθηκε σπασμένο.
Την άτυχη γυναίκα βρήκε νεκρή η μητέρα της νωρίς το πρωί.
Την τραγική σκηνή περιέγραψε ένας γείτονας: «Γύρω στις 8 και κάτι «Το παιδί μου, το παιδί μου» και τρέχω ανθρώπινο, γειτόνισσα είναι και τρέχω να βοηθήσω και βλέπουμε δυστυχώς την κοπέλα μπροστά στην πόρτα, νεκρή. Αίμα δεν φαινόταν γιατί είχε χτυπηθεί στην κοιλιακή χώρα και ήταν στην πλάτη της σκεπασμένη με ένα σεντόνι. Είχε το θράσος και την σκέπασε κιόλας.
Όπως όλα δείχνουν ο δράστης γνώριζε την πρωινή ρουτίνα του θύματος και την ώρα που αυτή θα ήταν μόνη στο σπίτι.
Σε ό,τι αφορά τον δράστη, μετά τη δολοφονία πήρε το φέριμποτ και πέρασε στο Πέραμα, ενώ από εκεί κατευθύνθηκε στο Κερατσίνι.
Εκεί φέρεται να έμεινε για κάποιες ώρες σε μία καφετέρια που σύχναζε, ενώ όταν έγινε γνωστή η δολοφονία της 43χρονης και αντιλήφθηκε πως θα τον υποψιαστούν έφυγε, αφήνοντας πίσω του το κινητό τηλέφωνο που είχε αρπάξει από τη σύντροφό του, να φορτίζει.
Όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε ο δράστης στην φυλακή ήταν αμετανόητος και εριστικός.
«Εγώ το βρήκα το παιδί, εγώ άνοιξα την πόρτα και το βρήκα στη βεραντούλα νεκρό το παιδί μου. Μου το είχε σκοτώσει και το είχε σκεπάσει», δήλωσε η γυναίκα.
«Ένας άγγελος ήταν, είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή της. Λάτρευε το παιδί της, είμαστε τυχεροί που δεν το σκότωσε κι αυτό», συνέχισε.
Όπως διηγήθηκε, η 43χρονη άφησε το παιδί της στο ταξί που το πήγαινε στο σχολείο. Αφού έφυγε το παιδί, ο 71χρονος την αιφνιδίασε και μπήκε μέσα στο σπίτι, όπου την πυροβόλησε με την καραμπίνα.
«Εδώ και μια εβδομάδα η κόρη μου έμενε μαζί μου, ήθελε να τον χωρίσει. Αυτός τα τελευταία χρόνια ήταν άνεργος και τον συντηρούσαμε εμείς με το υστέρημά μας. Του είπε, λοιπόν, ή θα βρει δουλειά ή θα το λήξουν. Αυτό δεν του άρεσε», δήλωσε η μητέρα του θύματος. Το περασμένο Σάββατο, η ίδια πήγε μαζί με την κόρη της στο αστυνομικό τμήμα για να τον καταγγείλει για ενδοοικογενειακή βία.
«Την είχε χτυπήσει, της είχε σπάσει το πόδι. Πήγαμε στην αστυνομία, κάναμε την καταγγελία και γυρίσαμε σπίτι. Χθες την αιφνιδίασε και δεν πρόλαβε να πατήσει το κουμπί, όπως της είχε πει η αστυνομία», διηγείται.
Στο κανάλι μίλησε και η αδελφή της 43χρονης λέγοντας: «Δεν αισθάνομαι τίποτα. Προφανώς δε φοβάμαι για εμένα, τα παιδιά μου, τη μητέρα μου, αν έφτανε κάπου πιο χειρότερο από το χειρότερο… Αλλά τίποτε άλλο δεν θα αλλάξει από την άσχημη καθημερινότητα που μου έβαλε στη ζωή από εδώ και πέρα»…
Σε δηλώσεις της, η μητέρα του 43χρονου θύματος διέψευσε όσα ισχυρίστηκε ο 71χρονος στους αστυνομικούς, δηλαδή ότι είχε άλλη σχέση. «Λένε πράγματα που δεν ευσταθούν καθόλου. Ένας άνθρωπος που τον είχαμε ενάμιση χρόνο εδώ πέρα, τον ταΐζαμε, τον ποτίζαμε, τον προσέχαμε σαν τα μάτια μας, όλη μου η οικογένεια. Άμα τον κοιτάξω, θα του πω ”τι σου κάναμε;”. Το παιδί μου καθόταν κερί αναμμένο, παρόλη τη διαφορά ηλικίας που είχαν. Του φερόταν άψογα. Δεν είχε φύγει ποτέ μόνη της από το σπίτι. Πείτε μου πόσο καλός άνθρωπος είναι που πήρε από την τσάντα της όλα της τα λεφτά, όλες της τις κάρτες, γιατί το έκανε αυτό; Ένας τρισάθλιος είναι».
Σε ερώτηση για τον ξυλοδαρμό της την Παρασκευή, η μητέρα της 43χρονης είπε: «Την Παρασκευή το βράδυ με παίρνει το παιδί μου και μου λέει ”μαμά μου, σώσε με. Με έχει σκοτώσει”. Και φεύγω εγώ από εδώ και παίρνω την Αστυνομία. Παίρνω το παιδί μου σε άθλια κατάσταση, κλείνουμε το σπίτι και πάμε στην Αστυνομία».
Την ώρα που ο δολοφόνος της 43χρονης στη Σαλαμίνα οδηγήθηκε στα δικαστήρια Πειραιά, κάτω από ισχυρά μέτρα ασφαλείας, προκειμένου να του ασκηθεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία και πήρε προθεσμία για να απολογηθεί την Παρασκευή στον ανακριτή, το αρχηγείο της ΕΛΑΣ επιχειρεί να δικαιολογήσει τη στάση της αστυνομίας, που δεν κατάφερε σε μία ακόμα περίπτωση να αποσοβήσει το μοιραίο, προκαλώντας όμως και επιπλέον ερωτήματα, αλλά και την κοινή γνώμη με το χειρισμό της υπόθεσης.
Οι απαντήσεις που έδωσε η εκπρόσωπος της ΕΛΑΣ, Κωνσταντία Δημογλίδου, για το γιατί δεν δόθηκε προστασία στην 43χρονη, η οποία είχε ήδη καταγγείλει ξυλοδαρμό από τον σύντροφο και μετέπειτα δολοφόνο της, μόνο πειστικές δεν ήταν.
«Δεν δόθηκε η εικόνα ότι κινδυνεύει τόσο άμεσα η ζωή της γυναίκας. Αυτό για το οποίο ενημερώθηκαν οι αστυνομικοί είναι ότι κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα» ισχυρίστηκε.
Αλλά στη συνέχεια φάνηκε να αφήνει εμμέσως αιχμές για το ίδιο το θύμα πώς χειρίστηκε το πρόβλημα, καθώς και για τον περίγυρο.
«Δεν πρέπει να φτάνει σε σημείο μια γυναίκα να κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα τόσο πολύ όσο αυτής της γυναίκας και φυσικά η ζωή της. Ενημερώνουμε την ΕΛ.ΑΣ. Δεν θέλω να σχολιάσω καθόλου την αδιαφορία των κατοίκων, που δημόσια αναφέρουν πως άκουγαν την γυναίκα να κακοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα και κανείς δεν ενημέρωσε την ΕΛ.ΑΣ. Θεωρώ κακή δικαιολογία τον φόβο, καθώς μπορεί κανείς να τηλεφωνήσει στο 100 και ανώνυμα να ενημερώσει για την κακοποίηση μιας γυναίκας», υποστήριξε η εκπρόσωπος της Αστυνομίας, προσθέτοντας: «Πρέπει να καταλάβουν οι γυναίκες ότι πρέπει άμεσα να ενημερώνεται η αστυνομία, η βία είναι κλιμακούμενη και το ‘χουμε παρατηρήσει στις περισσότερες περιπτώσεις. Δεν ξεκινάει με μια ανθρωποκτονία. Φανταστείτε στα 7 χρόνια που αυτή η γυναίκα ήταν με αυτόν τον άνθρωπο πως φτάσαμε να απειληθεί η ζωή της και τελικά».
Προθεσμία για να απολογηθεί την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου έλαβε από την εισαγγελία Πειραιά ο 71χρονος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στον 71χρονο που έχει ομολογήσει την πράξη του αναμένεται το δικαστήριο να ορίσει δικηγόρο.
Κατά την προσαγωγή του στην εισαγγελία, ήταν κυνικός και αμίλητος ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, φέρεται να ισχυρίστηκε στην κατάθεσή του προς τους αστυνομικούς ότι σκότωσε την άτυχη γυναίκα λόγω ερωτικής αντιζηλίας.
Ο δράστης έφτασε λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι στο δικαστικό Μέγαρο του Πειραιά και παρά τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων δεν απάντησε.
Τους λόγους που τον οδήγησαν στο στυγερό έγκλημα περιέγραψε στην κατάθεσή του στους αστυνομικούς.
«Την έπιασα να με απατάει και αποφάσισα να το κάνω. Για να μάθει. Δεν άξιζε να ζει. Κρίμα για το παιδί. Το παιδί το αγαπάω», αναφέρει μεταξύ άλλων.
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ισχυρίζεται ότι σκεφτόταν ή να παραδοθεί ή να αυτοκτονήσει:
«Αποφάσισα να το κάνω από τη στιγμή που τη βρήκα με άλλον. Δεν εκτιμούσε όσα είχα κάνει για αυτήν. Την έπιασα να με απατάει και αποφάσισα να το κάνω. Για να μάθει. Δεν άξιζε να ζει. Κρίμα για το παιδί. Το παιδί το αγαπάω. Κρίμα που θα μείνει μόνο του. Γι’ αυτό περίμενα να φύγει το παιδί από το σπίτι, ώστε να μη είναι μπροστά. Δεν είχα φύγει από τη Σαλαμίνα μετά το περιστατικό (σ.σ.: εννοεί τον ξυλοδαρμό της γυναίκας) και κοιμόμουν στο αυτοκίνητο από την Παρασκευή το βράδυ. Ήξερα τι ώρα φεύγει το παιδί και μόλις έφυγε πήγα στο σπίτι. Την πυροβόλησα τρεις φορές και την πέτυχα δύο. Ήμουν αποφασισμένος να το κάνω. Το όπλο το πήρα από έναν Ρομά στη Σαλαμίνα πριν τρεις ημέρες. Το αγόρασα 400 ευρώ. Μετά τους πυροβολισμούς πήγα στο Κερατσίνι σε μια καφετέρια και ήπια έναν καφέ και έμεινα στο αμάξι. Σκεφτόμουν ή να παραδοθώ ή να αυτοκτονήσω. Της άξιζε. Δεν σεβάστηκε όσα έκανα».
Τον κυνισμό του 71χρονου δράστη του φονικού στην Σαλαμίνα, επιβεβαιώνει βίντεο που είδε το φως της δημοσιότητας.
Σε αυτό, εμφανίζεται ο δολοφόνος να πίνει καφέ μετά το έγκλημα σε καφετέρια της οποίας ήταν θαμώνας στο Κερατσίνι.
Σε αυτή την καφετέρια, πήγαινε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και η 43χρονη.
Όταν έγινε γνωστή η είδηση της δολοφονίας της γυναίκας και ξεκίνησαν να προβάλλονται φωτογραφίες στα ΜΜΕ, κατάλαβαν οι εργαζόμενοι ότι πρόκειται για τον 71χρονο.
Εκεί μάλιστα εντοπίστηκε, όπως οι ίδιοι ενημέρωσαν τις αστυνομικές Αρχές, και το κινητό της 43χρονης, που είχε πάρει μαζί του ο καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της. Το είχε βάλει μάλιστα να φορτίζει, ενώ εκείνος έφυγε από την καφετέρια.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι αστυνομικοί ενημερώνονταν από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας στην οποία ανήκε το κινητό του 71χρονου για την ενεργοποίηση κεραιών, αν και όπως εξηγούσαν αστυνομικές πήγες η καταγραφή αυτή δεν γίνεται real time αλλά με κάποια χρόνο-καθυστέρηση.
Ωστόσο, κάποια στιγμή και πριν τον εντοπισμό και τη σύλληψη του, διαπιστώθηκε πως το στίγμα του κινητού είχε χαθεί.
Έτσι, υπήρχαν υποψίες ότι ενδεχομένως ακόμα και να είχε βάλει τέλος στη ζωή του, με αποτέλεσμα να γίνονται έρευνες στο Πέραμα και στο Κερατσινι για τον εντοπισμό ίσως και της σορού του.
Η γυναίκα βρέθηκε νεκρή από τη μητέρα της ενώ όπως έγινε γνωστό, είχε καταφύγει στο πατρικό της γιατί φοβόταν τον πρώην σύντροφό της, τον οποίο είχε καταγγείλει για ενδοοικογενειακή βία, εξύβριση και υπεξαίρεση πριν από τρεις μέρες.
Η αστυνομία, όμως, δεν κατάφερε να τον εντοπίσει και να τον συλλάβει στο πλαίσιο του αυτοφώρου. Οι αστυνομικοί πρότειναν στην καταγγέλλουσα να εγκαταστήσει στο κινητό της την εφαρμογή «panic button» και να αποχωρήσει από το σπίτι που συζούσαν. Έτσι, βρήκε καταφύγιο με το 15χρονο παιδί της στην κατοικία της μητέρας της. Η 43χρονη μετά την καταγγελία στην αστυνομία είχε εγκατεστημένο στο κινητό της τηλέφωνο το panic button, όμως δεν πρόλαβε να το ενεργοποιήσει, καθώς ο δράστης την αιφνιδίασε και την πυροβόλησε 2 φορές. Την 43χρονη βρήκε νεκρή η μητέρα της νωρίς το πρωί.
Λίγο πριν τις επτά το πρωί οι γείτονες άκουσαν τους πυροβολισμούς χωρίς να φανταστούν την τραγωδία που επρόκειτο να αποκαλυφθεί.
Την τραγική σκηνή που εκτυλίχθηκε μεταφέρει ένας γείτονας «Γύρω στις 8 και κάτι «Το παιδί μου, το παιδί μου» και τρέχω ανθρώπινο, γειτόνισσα είναι και τρέχω να βοηθήσω και βλέπουμε δυστυχώς την κοπέλα μπροστά στην πόρτα, νεκρή. Αίμα δεν φαινόταν γιατί είχε χτυπηθεί στην κοιλιακή χώρα και ήταν στην πλάτη της σκεπασμένη με ένα σεντόνι. Είχε το θράσος και την σκέπασε κιόλας».
Συγκλονίζει η μαρτυρία γειτόνισσας της 43χρονης:
«Η κοπέλα σαν να παρακαλούσε, ήταν υστερική η φωνή της και δεν μπορούσα να καταλάβω, ακατάληπτες λέξεις και τρόμαξα, σηκώθηκα, ακούω το μπαμ, μπαμ και λέω πυροβολισμοί ήταν αυτοί. Μετά όμως άκρα ησυχία και υπέθεσα ότι κάποια παιδιά περνούσαν και έμεινε εκεί η κατάσταση.
Οι γείτονες μιλούν για μια χρόνια κατάσταση, ενώ ακόμα και οι ίδιοι λένε πως κανείς δεν είχε βρεθεί να βοηθήσει τη γυναίκα.
«Την Παρασκευή το βράδυ είχε γίνει ένας τσακωμός. Φασαρία πολλή, ξύλο από ό,τι κατάλαβα. Φώναζε η κοπέλα, της πήρε το κινητό, της πήρε και το αμάξι και έφυγε. Μετά από λίγο ξαναγύρισε εκεί, έπεσε κι άλλο ξύλο. Άκουσα την κοπέλα να φωνάζει “βοήθεια ρε παιδιά, βοηθήστε με“. Δεν βγήκε κανείς έξω να βοηθήσει την κοπέλα. Από ό,τι ακούω αυτό γινόταν για πολλά χρόνια», λέει ένας γείτονας της 43χρονης που έχασε την ζωή της από πυροβολισμούς.
Σχεδόν όλες οι καταθέσεις που έχουν πάρει και εξετάζουν οι άντρες του ανθρωποκτονιών περιγράφουν ένα μαρτύριο που ζούσε η γυναίκα στα χέρια του συντρόφου της που φέρεται να είναι αυτός που της αφαίρεσε τη ζωή.
Άλλη κατάθεση αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Γ. (Όνομα θύματος) πρέπει να είχε χτυπηθεί από τον σύντροφο της γιατί 3-4 μέρες τώρα την βλέπαμε να κουτσαίνει και να χρησιμοποιεί ένα Π».
Μάλιστα στο διαβιβαστικό αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Με τον ανωτέρω ήταν σε σχέση τα τελευταία 7 χρόνια. Το ανωτέρω περιστατικό έλαβε χώρα περί ώρα 22:40 την 01/12/2023 σε οικία όπου διέμεναν μαζί και με τον 15χρονο γιο της (από τον προηγούμενο άνδρα της) στην περιοχή Κακή Βίγλα-Σαλαμινα. Αφού ο δράστης βιαιοπράγησε σε βάρους του 15χρονου και της ίδιας, αφαίρεσε το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της παθούσας και διέφυγε».
Δεκά τέσσερα χρόνια ζωής συμπληρώνει φέτος το Reportaz Net που γιορτάζει τα...