Η πρωτοφανής αναβολή του αγώνα Ολυμπιακός – Φενέρμπαχτσε, για πρώτη φορά στην ιστορία της Euroleague λόγω… βροχής σε κλειστό γήπεδο, δεν αποτελεί απλώς ένα...
Το ζευγάρι εντοπίστηκε νεκρό στο σπίτι του, όπου διέμεναν επί 35 χρόνια, από τον εγγονό τους, ο οποίος, το πρωί του Σαββάτου, 29/11, είχε πάει να τους επισκεφθεί.
Ο ίδιος, ωστόσο, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μακάβριο θέαμα, αντικρίζοντας τον παππού του και τη γιαγιά του νεκρούς, στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, ξαπλωμένους πλάι πλάι.
«Με πήρε τηλέφωνο ο εγγονός του παππού και της γιαγιάς. Βρήκε νεκρούς τον παππού του και τη γιαγιά του έξω από το σπίτι. Ο παππούς ήταν ανάσκελα και η γιαγιά ήταν μπρούμυτα και προς τα μέσα, προς το σπίτι, με την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή», ανέφερε γειτόνισσα του ζευγαριού μιλώντας στην εκπομπή του Mega.
Στην εκπομπή μίλησε και ο εγγονός του ζευγαριού, ο οποίος περιέγραψε το τι συνέβη: «Εγώ είχα πάει να τους πάω ψωμί. Την προηγούμενη ημέρα τους είχε δει και η μητέρα μου, η νύφη τους, και τίποτα… Πέθανε ο γιος τους, ο πατέρας μου, στα χέρια μου, μπροστά στα μάτια τους και εντάξει, οι άνθρωποι τώρα τελευταία ήταν σε δύσκολη κατάσταση».
Η απώλεια του γιου τους πριν από περίπου έναν χρόνο, φαίνεται να επιδείνωσε την ψυχολογική κατάσταση του ζευγαριού που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. «Αυτοί οι άνθρωποι ήταν μαζί από 15 χρόνων, ήταν η γιαγιά μου 15 χρόνων τότε ήταν που τα φτιάξανε, από την Κόρινθο. Μετά ήταν πάντα μαζί μέχρι και τώρα και πέθαναν μαζί», συμπλήρωσε ο εγγονός του ζευγαριού.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, το ζευγάρι φαίνεται πως «έφυγε» από καρδιακό επεισόδιο, ο ένας μετά τον άλλον. Συγκεκριμένα, η ιατροδικαστική έκθεση δείχνει ισχαιμία μυοκαρδίου και για τους δύο, ενώ πρώτος φαίνεται πως εξέπνευσε ο ηλικιωμένος άνδρας και στη συνέχεια η σύζυγός του.
«Έπεσε, χτύπησε ο παππούς. Δεν ήταν το τραύμα αυτό θανατηφόρο βέβαια και έκατσε η γιαγιά από δίπλα και έπαθαν και οι δύο ισχαιμικό επεισόδιο. Χτύπησε το κεφάλι του ο παππούς και η γιαγιά μου τον έσυρε για αυτό έχει και κάποιες αμυχές στο χέρι του ο παππούς μου που ήταν από τη γιαγιά μου όπως τον έσυρε για να τον τραβήξει», ανέφερε ο εγγονός τους.
Η κηδεία του ζευγαριού που πέρασε μια ζωή μαζί θα πραγματοποιηθεί αύριο, Τετάρτη 3/12.
Μετά την ολοκλήρωση της απολογίας, οι συνήγοροι υπεράσπισης εξέφρασαν σοβαρές ενστάσεις για την πληρότητα και αξιοπιστία των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Η δικηγόρος της υπεράσπισης, κυρία Μαρούπα, τόνισε ότι τα στοιχεία είναι ελλιπή και ότι δεν έχει διευκρινιστεί υπό ποιες συνθήκες η κατηγορούμενη φέρεται να ομολόγησε αρχικά. Επιπλέον, υπογράμμισε πως δεν υπάρχουν αποδείξεις που να συνδέουν τα χρήματα με κίνητρο, ούτε στοιχεία για προηγούμενη διαμάχη μεταξύ των δύο γυναικών.
Η δικηγόρος ανέφερε επίσης ότι η 46χρονη παρουσιάζει έντονα σημάδια σύγχυσης, με τρέμουλο και κενά μνήμης σχετικά με την ημέρα του εγκλήματος, ζητώντας την πραγματοποίηση ιατρικής εξέτασης για την αξιολόγηση της ψυχολογικής της κατάστασης.
Από την πλευρά της οικογένειας του θύματος, η δικηγόρος κυρία Τσιόκα απέρριψε τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, τονίζοντας την πληρότητα και σαφήνεια των αποδεικτικών στοιχείων στη δικογραφία. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε σε 38λεπτο ηχητικό ντοκουμέντο, οπτικό υλικό από κάμερες ασφαλείας και λεπτομερή καταγραφή των κινήσεων της κατηγορούμενης πριν και μετά το έγκλημα...
Παρότι η 46χρονη ισχυρίζεται ότι κίνητρο ήταν η ληστεία λόγω εθισμού στον τζόγο, οι έρευνες συνεχίζονται, ενώ έρχονται στη δημοσιότητα μεγάλα αποσπάσματα από την ομολογία της, η οποία ρίχνει φως στη δολοφονία αλλά και στις σκέψεις της πριν τη διάπραξη του εγκλήματος.
Αν και η ίδια φέρεται να υποστηρίζει πως το κίνητρο του εγκλήματος ήταν η ληστεία, λόγω του εθισμού της στον τζόγο, οι έρευνες συνεχίζονται.
«Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω και εγώ γιατί το έκανα αυτό το κακό. Είναι το θέατρο του παραλόγου. Θα σας τα εξηγήσω όμως όλα. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος πονεμένος. Έχω περάσει πολλά στη ζωή μου. Προσπαθούσα για χρόνια να κάνω παιδί. Έχω κάνει και εξωσωματικές, αλλά δεν τα κατάφερα. Είχα πολλές αποβολές. Μετά από τις αποβολές μου, το έριξα στον τζόγο για να ξεχαστώ. Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που έκανα αυτό το κακό. Ό,τι και να σας πω, δεν έχω δικαιολογία. Το ξέρω, αλλά θέλω να με ακούσετε και να με καταλάβετε».
«Εκείνη την ημέρα τα ξημερώματα αποφάσισα να πάω στο σπίτι της πεθεράς μου. Ήξερα ότι η πεθερά μου έχει κάποια λεφτά στο σπίτι της για ώρα ανάγκης. Επειδή φοβόμασταν να τα έχει εκεί η πεθερά μου, κάποια στιγμή τα είχε πάρει ο άντρας μου για να τα φυλάει στο σπίτι μας και να μην είναι στο σπίτι της μάνας του. Αυτά τα λεφτά όμως χάθηκαν. Δεν τα πήρα εγώ. Από ό,τι καταλάβαμε με τον άντρα μου, τα πήραν κάποιοι φίλοι των παιδιών. Τα παιδιά αυτά είναι δύο αγόρια που έχει ο άντρας μου από προηγούμενο γάμο και μένουμε όλοι μαζί στο σπίτι μας που ήρθατε και μας βρήκατε. Έτσι λοιπόν αναγκαστήκαμε να τα επιστρέψουμε στην πεθερά μου, γιατί από το δικό μας σπίτι χάθηκαν, οπότε δικό μας ήταν το φταίξιμο», λέει στην ομολογία της.
«Είχαμε επιστρέψει στην πεθερά μου κάποιο ποσό, 8.000 € για την ακρίβεια, αλλά έπρεπε να της δώσουμε και τα υπόλοιπα. Όλο το ποσό ήταν γύρω στις 10.000 €. Τον τελευταίο μήνα όμως η πεθερά μου μας πίεζε να της δώσουμε και τα υπόλοιπα. Είχαμε μαζέψει ακόμη 1.100€ για να της δώσουμε, αλλά τα είχα παίξει στον τζόγο. Ο άντρας μου δεν το ήξερε. Εγώ δεν δουλεύω κι ο άντρας μου για να μας ζήσει κάνει δύο δουλειές. Σκέφτηκα λοιπόν να πάω να της πάρω τα λεφτά που είχε κρυμμένα στο σπίτι της, αυτά που της είχαμε δώσει εμείς δηλαδή και μετά να τα δώσω στον άντρα μου και εκείνος να της τα δώσει ως τα υπόλοιπα που της χρωστούσαμε. Δεν είχα άλλο τρόπο να βρω χρήματα».
Η ίδια συνεχίζει περιγράφοντας τη στιγμή της δολοφονίας της πεθεράς της:
«Στις 23:30 το βράδυ έπεσε ο γενικός διακόπτης στο σπίτι μας. Μετά από λίγο πήγε ένα από τα παιδιά του άντρα μου και τον ανέβασε γιατί δεν είχε ίντερνετ. Πριν φύγω από το σπίτι μου για να πάω στο σπίτι της πεθεράς μου, έκλεισα τον διακόπτη του σαλονιού. Αυτό το έκανα για να μην καταγράφει η κάμερα που έχουμε στο σαλόνι. Να μην φανεί δηλαδή ότι φεύγω από το σπίτι και με καταλάβουν. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου μετά από το κακό που έκανα, ανέβασα τον διακόπτη του σαλονιού και τότε άρχισε να καταγράφει πάλι η κάμερα του σαλονιού».
«Έβαλα μαύρα ρούχα, πήρα μία μάσκα μαύρη full face κουκούλα και κατέβηκα να πάω στο αυτοκίνητό μου. Ξεκίνησα από το σπίτι μου μετά τις 02:30 τα ξημερώματα. Είχαν κοιμηθεί τα παιδιά και δεν με κατάλαβαν. Ο άντρας μου δούλευε βράδυ στη δεύτερη δουλειά του. Έτσι λοιπόν ήταν η ευκαιρία μου για να μην με καταλάβει κανείς. Πήγα κατευθείαν στο σπίτι της πεθεράς μου. Πάρκαρα το αυτοκίνητο στο δίπλα στενό από αυτό που μένει. Έμεινα στο αυτοκίνητο αρκετή ώρα, γιατί φοβόμουν, γύρω στο 20λεπτο. Το σκεφτόμουν ξανά και ξανά, γιατί δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά δεν είχα άλλη λύση».
«Δεν ήμουν σίγουρη τι πάω να κάνω. Δεν ήξερα πώς να το κάνω. Σκεφτόμουν τι ακριβώς να κάνω για να φανεί σαν κανονική ληστεία, ότι μπήκαν δηλαδή άγνωστοι. Δεν ήθελα να την σκοτώσω. Μόνο να πάρω τα λεφτά ήθελα. Αφού λοιπόν το σκέφτηκα και το πήρα απόφαση, πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου. Πήγα στο πίσω μέρος του σπιτιού, πήδηξα τον φράχτη και έσπασα το τζάμι για να μπω. Το τζάμι το έσπασα με ένα κόκκινο εργαλείο, σαν σφυρί που πάμε τζάμια. Δεν θυμάμαι από πού το πήρα αυτό. Αφού έσπασα το τζάμι μπήκα μέσα. Η πεθερά μου με είδε, αλλά φορούσα κουκούλα όπως σας είπα. Φορούσα και γάντια. Είχα βρει ένα ζευγάρι παλιά γάντια του άντρα μου, που ήταν μικρά και τα φόρεσα. Έψαξα για τα λεφτά, αλλά δεν τα βρήκα. Δεν ήθελα να την σκοτώσω την πεθερά μου. Αφού δεν έβρισκα τα λεφτά την πλησίασα και την ρώτησα πού είναι. Δεν ήθελα κάτι άλλο. Να φανταστείτε κάτι κοσμήματα που είχε μέσα στην ντουλάπα και τα βρήκα, δεν τα πήρα».
«Δεν με ενδιέφερε ο εαυτός μου. Την οικογένειά μου ήθελα να βοηθήσω. Αυτή μου απάντησε ότι δεν είχε μέσα στο σπίτι λεφτά, αλλά τότε φοβήθηκα ότι με κατάλαβε. Ότι κατάλαβε δηλαδή πως ήμουν εγώ αυτή που μπήκε στο σπίτι της. Τρόμαξα και άρχισα να την χτυπάω. Την χτύπησα στο κεφάλι με ένα γυάλινο μπουκάλι που βρήκα στο δωμάτιό της. Εκείνη είχε ένα μαχαίρι δίπλα της. Τρόμαξα όταν το είδα. Πήγα στην κουζίνα και βρήκα ένα άλλο μαχαίρι και άρχισα να την χτυπάω με αυτό, γιατί φοβήθηκα ότι πλέον ήταν σίγουρη για εμένα. Δεν θυμάμαι πόσες φορές την χτύπησα. Προσπαθώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Λυπάμαι πάρα πολύ. Δεν ήθελα να το κάνω και δεν ξέρω γιατί το έκανα».
Όπως λέει η ίδια:
«Αφού δεν βρήκα τα λεφτά και σιγουρεύτηκα ότι η πεθερά μου ‘έφυγε’ από τη ζωή, βγήκα από το σπίτι από το παράθυρο που μπήκα, πήδηξα τον φράχτη και πήγα προς το αμάξι. Για να γυρίσω στο αμάξι μου, πέρασα από τον δρόμο μπροστά από την εξωτερική είσοδο του σπιτιού. Θέλω να σας πω ότι δεν πείραξα τις κάμερες του σπιτιού της πεθεράς μου. Ήξερα ότι είχε κάμερες, αλλά φορούσα μάσκα και πίστευα ότι δεν θα με καταλάβει κανείς. Τα γάντια, την κουκούλα και τα ρούχα μου, τα έπλυνα μόλις γύρισα στο σπίτι, στο μπάνιο του σπιτιού και την επόμενη μέρα τα πέταξα σε κάδο σκουπιδιών. Το σφυρί που έσπασα το τζάμι το έβαλα μέσα σε μία σακούλα και το πέταξα κι αυτό την επόμενη μέρα. Το αυτοκίνητο από τότε δεν το έπλυνα. Μετά από όλα αυτά, πήγα σε ψυχίατρο και πλέον παίρνω φάρμακα. Ο γιατρός μου είπε ότι έπρεπε να είχα πάει νωρίτερα, μετά τις αποβολές μου. Εκείνο το βράδυ δεν είχα πάρει φάρμακα. Σας ξαναλέω, δεν ξέρω γιατί το έκανα. Έχω μετανιώσει για όλα. Ζητώ και πάλι συγνώμη, το οποίο ξέρω ότι δεν είναι αρκετό».
Η 46χρονη κατά την πρώτη της κατάθεση, λίγο μετά τη δολοφονία, έλεγε στις Αρχές πως δεν γνώριζε ότι η πεθερά της είχε χρήματα στο σπίτι της.
«Σήμερα έμαθα ότι μέσα στο σπίτι της η πεθερά μου είχε λεφτά, περίπου 6-8 χιλιάδες ευρώ. Δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα αυτό που συνέβη στην οικογένειά μας. Την αγαπούσα πάρα πολύ την κυρία Στέλλα».
Ωστόσο, στην ομολογία της παραδέχεται πως γνώριζε ότι υπήρχαν χρήματα στο σπίτι για κάποια ώρα ανάγκης.
«Ήξερα ότι η πεθερά μου έχει κάποια λεφτά στο σπίτι της για ώρα ανάγκης. Γύρω στα 10.000 €. Τα πήραμε και αργότερα επιστρέψαμε 8.000 €».
Τα όσα λέει η 46χρονη έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα δήλωνε ο σύζυγός της λίγο μετά τη δολοφονία της μητέρας του. Ο ίδιος είχε αναφέρει πως δεν γνώριζε ότι η ηλικιωμένη είχε χρήματα στο σπίτι της.
Η κόρη της 75χρονης μίλησε για το έγκλημα που βύθισε στο πένθος την οικογένειά της.
«Άκουσα, λέει, ότι ζητάει συγγνώμη, ότι μετανοεί. Είναι πραγματικά ειρωνικό ότι είχε κανονίσει να κάνει ευχέλαιο τώρα την Τετάρτη πριν τη συλλάβουν. (…) Δεν το πιστεύω ότι έχει μετανοήσει. Από πού να ζητήσει συγγνώμη; Από τη μάνα μου που είναι στο χώμα με αυτόν τον τρόπο; Δεν θα παραδινόταν άμα δεν την είχαν πιάσει», είπε η γυναίκα.
«Προσωπικό κίνητρο είχε σίγουρα γιατί αν ήθελε να την κλέψει την μάνα μου, την έκλεβε και πρωί» σημείωσε και πρόσθεσε: «Ήταν οργανωμένο, ψυχρό και προμελετημένο έγκλημα».
«Έχω μάθει περίπου τι λένε τα ηχητικά… όσο και να προσπαθούμε να κρατηθούμε όρθιοι, να δείξουμε πίστη, ανωτερότητα, δεν μπορώ να κρύψω ότι αυτή είναι η πιο σκληρή στιγμή που ζούμε τον τελευταίο μήνα, να ακούμε τη μάνα μας να παρακαλεί για τη ζωή της από έναν άνθρωπο δικό μας. Είναι πολύ δύσκολη στιγμή αυτή, όμως μέσα σε όλο αυτό θέλουμε να παλέψουμε για τα παιδιά μας, γιατί έχουμε και πολλά παιδιά όλοι και να τους δώσουμε δύναμη, να δείξουμε τι πραγματικά έχει αξία», ανέφερε σε άλλο σημείο η κόρη της 75χρονης.
«Φοβόμουν μην κάνει κακό στα παιδιά μου, είχα ενημερώσει και τη ΓΑΔΑ για αυτό. Φοβόμουν γιατί είχε ξεφύγει, φαινόταν στο βλέμμα της. Πριν από αυτό όμως, δεν πίστευα ότι μπορεί να κάνει κακό. Θεωρώ ότι ξέφυγε η κατάσταση, είναι πολύ λεπτή αυτή η γραμμή», σημείωσε.
Δεκαπέντε χρόνια ζωής συμπληρώνει φέτος το Reportaz Net που γιορτάζει τα...