Latest News

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Η βιογραφία του Βασίλη Καρρά: Ο τζόγος, η απαγωγή, ο Καραμανλής και η μάχη με τον καρκίνο



Κυκλοφορεί η βιογραφία του Βασίλη Καρρά με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Καλησπέρα και καλή βραδιά»...τ
ην Πέμπτη 16 Μαΐου.

Ο Θάνος Κανούσης, ο βιογράφος του Βασίλη Καρρά, μοιράστηκε κάποιες ιστορίες από την ζωή του αξέχαστου τραγουδιστή που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του, ακόμη και τη διάγνωσή του με καρκίνο.

«Η βιογραφία του Βασίλη ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, με έναν Βασίλη υγιέστατο, και ολοκληρώθηκε στις αρχές του καλοκαιριού του 2023, όταν μάθαμε τα νέα για την υγεία του. Μίλησε για τα πάντα, ακόμη και για τον καρκίνο. Μόλις βγήκε από την Εντατική την πρώτη φορά, το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: “Να γράψουμε ένα κεφάλαιο για τον καρκίνο, για την υγεία μου”. Με έβαλε να πάρω συνέντευξη και από τους τέσσερις θεράποντες γιατρούς του, κι έτσι ο αναγνώστης θα μάθει τα πάντα» είπε ο Θάνος Κανούσης στην εκπομπή «Καλύτερα δε γίνεται».

«Μετά την πρώτη έξοδό του από την Εντατική, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γιατί όλοι γνωρίζαμε την εξέλιξη της υγείας του. Για μένα η πιο δύσκολη στιγμή ήταν στις 18 Δεκεμβρίου, πέντε μέρες πριν φύγει από τη ζωή: Με έβαλε μπροστά από τη γυναίκα του, το μάνατζέρ του και τον ξάδελφό του, να διαβάσω τη βιογραφία. Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη στιγμή για εμένα. Απέναντι είχα έναν Βασίλη που χαμογελούσε, ρουφούσε κάθε λέξη και εικόνα που του περιέγραφα. Γνωρίζαμε και οι δύο την εξέλιξη της υγείας του και στις 18 Δεκέμβρη γνωρίζαμε και οι δύο ότι μπορεί να είναι η τελευταία μας συνάντηση» πρόσθεσε ο συγγραφέας και κατέληξε: «Ένα πράγμα που μου απαγόρευσε να ρωτήσω ήταν για τις φιλανθρωπίες και για τη βοήθεια που έχει δώσει σε πολύ κόσμο».

 

Αποσπάσματα από την βιογραφία του Βασίλη Καρά που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής» με την έγκριση της οικογένειας του αείμνηστου τραγουδιστή  δημοσίευσε το «Πρώτο Θέμα». Από την πρώτη του επαφή με το τραγούδι μέχρι την άνιση μάχη με τον καρκίνο. Ανάμεσα στα όσα εξιστορείται οι Βασίλης Καράς ξεχωρίζουν τα κεφάλαια για τον εθισμό του στον τζόγο, την απαγωγή του σε χωριό του Αγρινίου και ο θαυμασμός του Κωνσταντίνου Καραμανλή.  

Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, στον πρόλογό του ο συγγραφέας: «Ήταν περήφανος για την ποντιακή καταγωγή του, την οικογενειακή του περιπέτεια και για τον θρίαμβο της προσωπικής του καριέρας, μιας καριέρας που δεν περιγράφεται με λόγια. "Έχω ζήσει δέκα ζωές", μου έλεγε πάντα, "και η αγάπη που έχω πάρει δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα χρυσάφι του κόσμου!".  Και λίγο πριν τελειώσουμε τούτο το βιβλίο, ήρθαν τα κακά μαντάτα για την υγεία του. Τον είδα μετά τις επεμβάσεις αρκετά αδυνατισμένο, αλλά αποφασισμένο για ζωή και χαρούμενο που όλα είχαν πάει καλά.

Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Θάνο, πρέπει να μιλήσουμε στο βιβλίο για τον καρκίνο και την περιπέτεια της υγείας μου. Ο κό­σμος πρέπει να ξέρει τα πάντα για μένα και πρέπει πάνω απ’ όλα να μάθει να παλεύει για τα πάντα, ακόμα και για τον καρκίνο». Αυτό εί­ναι το μεγαλείο του ανθρώπου Καρρά. Τίποτα κρυφό από τον κόσμο που τον αγάπησε και τον αποθέωσε, ως σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή!

Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν τη Δευτέρα 18 Δεκεμ­βρίου του 2023, μια μέρα πριν μπει πάλι στην εντατική. Πήγα στο σπίτι του. Με έβαλε να του διαβάσω τη βιογραφία του μπροστά στη γυναίκα του, τον Στράτο και τον ξάδελφό του, τον Γιώργο.

Έβλεπα στα μάτια του, καθώς του διάβαζα το βιβλίο, μια μεγάλη ικανοποίηση από αυτά που άκουγε για πολλοστή φορά. Ρούφαγε κά­θε λέξη και κάθε εικόνα με θρησκευτική κατάνυξη. Ήξερα όμως, πως πόναγε πολύ αλλά δεν ήθελε με τίποτα να φανεί ο πόνος του. Πολλές φορές απέφευγα να τον κοιτώ στα μάτια. Είχε μια απόκοσμη, πέρα από το ανθρώπινο, όψη, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη.

Ήθελε να τον θυμόμαστε όλοι έτσι: χαμογελαστό, περήφανο και θαρραλέο. Φεύγοντας, με φώναξε κοντά του και μου είπε: "Θανούλη, θέλω να με αγαπάς και να με σκέφτεσαι".

Ο εθισμός στον τζόγο και τα λεφτά για το σπίτι που έχασε

«Το να μιλάς για ένα σου ελάττωμα, που μπορεί ακόμα και να παρεξηγηθεί, θέλει πολύ θάρρος και παλικαριά», έλεγε ο Βασίλης Καρράς αναφερόμενος στον εθισμό του στον τζόγο, ο οποίος ξεκίνησε την εποχή που τραγουδούσε στη Γερμανία και κράτησε περίπου μία δεκαετία. Είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να χάσει τα χρήματα με τα οποία είχε συμφωνήσει να αγοράσει ένα σπίτι για την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. «Πήγαν με τη Χριστίνα και το έκλεισαν. Δίνει μια μεγάλης αξίας προκαταβολή και συμφωνεί με τον εργολάβο πως τον επόμενο μήνα θα το ξοφλήσει. “Θα πάω”, του λέει, “ένα τριήμερο στη Στοκχόλμη. Με το που θα έρθω, θα σ’ τα δώσω και θα σε ξοφλήσω”. Εδωσαν τα χέρια, υπέγραψαν τα χαρτιά και έφυγε για Στοκχόλμη.

Κάτω από το μαγαζί που εμφανιζόταν υπήρχε μία μπαρμπουτιέρα. Πλακώνεται ο Βασίλης στο μπαρμπούτι, και όχι μόνο έχασε τα χρήματα για το σπίτι, αλλά έμεινε και τελείως άφραγκος. Πώς να το πει στη Χριστίνα ότι έχει χάσει το σπίτι και δεν έχει φράγκο ούτε για ταξί! Οταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη, λέει στη Χριστίνα: “Πήγαινέ με στον άνθρωπο να του δώσω τα λεφτά να τελειώσουμε με το σπίτι”...

Η Χριστίνα δεν ψυλλιάστηκε τίποτα. “Πάρε και μια κούτα τσιγάρα για το σπίτι”. “Ωχ!” έκανε η Χριστίνα, “κατάλαβα”. Η Χριστίνα γνώριζε το πάθος του για τον τζόγο, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί και να γνωρίζει το βάθος του προβλήματος. Ο Βασίλης πάει στο καφενείο και βρίσκει τον μπαρμπα-Κώστα που αγόρασε το σπίτι και του λέει:

  • “Μπαρμπα-Κώστα, πόσα παιδιά έχεις;”.
  • “Δύο”, του απαντά με απορία ο μπαρμπα-Κώστας.
  • “Λάθος κάνεις, μπαρμπα-Κώστα, τώρα θα έχεις τρία”.
  • Δεν καταλάβαινε ο μπαρμπα-Κώστας και συνέχιζε με απορία.
  • “Ρε παιδάκι μου, θα με τρελάνεις; Δεν ξέρω πόσα παιδιά έχω;”.
  • “Ακου”, του λέει ο Βασίλης και του ανοίγει την καρδιά του. Του λέει με κάθε ειλικρίνεια όλη την ιστορία από την αρχή.
  • “Λοιπόν, μπαρμπα-Κώστα, θα παίρνεις από το μαγαζί χρήματα, από το μαγαζί που δουλεύω, μέχρι να σε ξοφλήσω. Αλλά δεν θέλω να μάθει κανένας αυτό το μυστικό μας γιατί θα πεθάνω απ’ τη στεναχώρια μου. Δεν θέλω να το μάθει κανείς, εγώ, εσύ και ο Θεός, κανένας άλλος. Θα βάλουμε και κάτι παραπάνω και πάμε τώρα στην τράπεζα να το υπογράψουμε”.
  • “Εντάξει”, του λέει ο μπαρμπα-Κώστας»...

Η απαγωγή σε χωριό του Αγρινίου


Εκτός από τις επιτυχίες και την αγάπη του κόσμου, ο Βασίλης Καρράς γνώρισε, από πρώτο χέρι, και το σκληρό πρόσωπο της νύχτας. Μαφία, μαχαιρώματα, απειλές, τραυματισμούς μέχρι και απαγωγή βίωσε, το 1996, όταν είχε πάει σε ένα χωριό του Αγρινίου για να τραγουδήσει σε ένα πανηγύρι. Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που έμενε συναντά δυο τύπους που προθυμοποιούνται να τον μεταφέρουν στο γήπεδο όπου θα τραγουδούσε. «Πάμε», τους λέει ανυποψίαστα ο Βασίλης. «Ξέρεις πού είναι το χωριό έτσι; Γιατί εγώ δεν ξέρω την τύφλα μου». «Θα σε πάμε εμείς, άρχοντα», του λέει ο τύπος. «Μη σε νοιάζει». Άρχισε να σουρουπώνει για τα καλά, μπήκαν σ’ ένα καινούριο αυτοκίνητο και κίνησαν για το πανηγύρι. Σε καμιά δεκαριά χιλιόμετρα σταματάει απότομα το αυτοκίνητο και πετιούνται μέσα από τα καλαμπόκια κάτι τυπάδες με όπλα. Μπροστά τους είχανε χάρτινες σακούλες από τα τσιμέντα Όλυμπος, όπως θυμάται ο Βασίλης, για να μη φαίνονται. Μετά τα πετάξανε, τον βάλανε με το ζόρι σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο μέσα στα σκοτάδια και τον πήγαν σ’ ένα σπίτι που ήταν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό. Ο Βασίλης τα έχασε. Δεν περίμενε ποτέ στη ζωή του πως θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τον έκλεισαν σ’ ένα δωμάτιο με μια γκαζόλαμπα και περίμενε. Οι ώρες είναι ατελείωτες, τα λεπτά αιώνας και η αγωνία με τον φόβο τον τραντάζουν.

«Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν από μένα;» αναρωτιέται. Ήταν η πρώτη του σκέψη. Ενώ κατάλαβε μετά από λίγη ώρα τον λόγο της απαγωγής του, δεν ήταν και τόσο σίγουρος για τη συνέχεια. Το μυαλό του πήγαινε και σε χειρότερα σενάρια.

Κατά τις 12.30 μπαίνει ένας τεράστιος τύπος, σαν «ντουλάπα», και τον χαιρετά σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο Βασίλης είχε πάνω του ενενήντα δραχμές. Τους τα δίνει και τους λέει «ρε παιδιά, μη με ταλαιπωρείτε άδικα. Άμα είναι για χρήματα, αυτά που έχω πάνω μου, είναι ενενήντα χιλιάδες, πάρτε τα ογδόντα, αφήστε μου κάνα δεκάρι σ’ εμένα να βάλω βενζίνη και αφήστε με να πάω στο χωριό να τραγουδήσω. Με περιμένει πολύς κόσμος».

«Καλά, καλά», του λέει η «ντουλάπα» και του παίρνει όλα τα χρήματα. Κατά τις τρεις το βράδυ τον μεταφέρουν πάλι και τον αφήνουν εκεί από όπου τον είχαν πάρει.
Η αγωνία και ο φόβος του Βασίλη ήταν έξω από τα ανθρώπινα όρια γιατί δεν ήξερε τι άλλο τον περίμενε! Μέσα στα σκοτάδια, εκείνο που θυμόταν ο Βασίλης ήταν πως πάνω στο βουνό φαινόταν ένας μεγάλος φωτισμένος σταυρός που τον είχε δει όταν τον κατέβασαν μέσα στα καλαμπόκια. Δεν ήταν και λίγο αυτό που του συνέβη. Σαν γκανγκστερική ταινία τρόμου. Αργότερα έλεγε στους συνεργάτες του: «Ξέρεις τι είναι να ’σαι μόνος σου στο πουθενά, η συναυλία να μην ξέρεις τι έχει γίνει ή μάλλον να ξέρεις πως δεν θα γίνει ποτέ, να μην ξέρεις πού βρίσκεσαι και να είσαι σίγουρος πως οι δικοί σου θα έχουν βάλει στο μυαλό τους όλα τα κακά του κόσμου;».

Μέσα στη νύχτα και στην αγωνία του, παντού έβλεπε καλαμπόκια, η ώρα ήταν περασμένες τρεις, δεν ήξερε πού βρισκόταν και κοιτούσε γύρω του να βρει μια λύση. Πήρε τον χωματόδρομο και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ξαφνικά ένα αγροτικό αυτοκίνητο Opel εμφανίζεται από το πουθενά. Ηταν ένας αυγουλάς που μετέφερε αυγά και πήγαινε στη λαϊκή. Μόλις βλέπει τον Βασίλη ο χωρικός, τον αναγνωρίζει βέβαια, και τρελαμένος από την έκπληξη του λέει: «Βασίλη, τι θες εδώ; Δεν πήγες στη συναυλία;»
«Ασ’ τα αυτά, φίλε», του λέει ο Βασίλης. «Ασ’ το τώρα, μην τα σκαλίζεις, είναι μεγάλη ιστορία, θα σ’ την πω στον δρόμο. Πήγαινέ με, σε παρακαλώ, στο γήπεδο που θα γινόταν η συναυλία γιατί θα ανησυχούν οι δικοί μου».

Όταν ο Βασίλης εμφανίστηκε στο γήπεδο με τον αυγουλά, η ορχήστρα, ο αδερφός του ο Δαμιανός και όλος ο κόσμος του πανηγυριού, που ήταν ανήσυχοι και είχαν καταλάβει πως κάτι κακό συνέβη στον Βασίλη, τον αγκάλιαζαν και τον φίλαγαν κλαίγοντας. Η συναυλία βέβαια δεν έγινε ποτέ και ο Βασίλης, αφού ηρέμησε, προσπάθησε να ηρεμήσει και τους υπόλοιπους όσο μπορούσε: «Όλα καλά, παιδιά, πάμε σπίτι μας τώρα»...

Η επιθυμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή

Πολλοί ήταν οι επώνυμοι θαυμαστές του Βασίλη Καρρά. Υπήρξε όμως κι ένας που δύσκολα θα φανταζόταν κανείς πως θα άκουγε τα τραγούδια του. Hταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Oταν, λοιπόν, ήρθε στην Αθήνα ο Βασίλης και συγκεκριμένα στο Ποσειδώνιο, ένα βράδυ που γινόταν πανικός από τον κόσμο, λίγο πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα γέμισε το καμαρίνι του από αξιωματικούς της Αστυνομίας, και λένε στον Γιάννη το παιδί που ήταν στα καμαρίνια “θέλουμε να μιλήσουμε στον Βασίλη”. Χτυπάει έντρομος την πόρτα του καμαρινιού ο Γιάννης και λέει στον Βασίλη “Kύριε Βασίλη, υπάρχουν κάποιοι αξιωματικοί αστυνομικοί κάτω και θέλουν να σου μιλήσουν”. “Πες τους ν’ ανέβουν”.


Ανεβαίνουν πάνω οι αστυνομικοί που ήταν γεμάτοι άστρα στον ώμο, κάτι που κάνει εντύπωση στον Βασίλη, τον βάζει και σε υποψίες ότι κάτι σοβαρό τρέχει για να έρθουν όλοι αυτοί στο καμαρίνι του και τους χαιρετάει. “Καλώς τα παιδιά”, τους καρφώνει ο Βασίλης γεμάτος απορία. Τι θέλουν άραγε τόσοι γαλονάδες στο καμαρίνι του; “Καλησπέρα Βασίλη, είμαστε η φρουρά του Προέδρου”. “Ποιανού προέδρου;”, τους λέει ο Βασίλης κάνοντάς τους πλάκα, “του Ιωνικού;”. “Οχι”, του λένε, “του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Καραμανλή”. “Και τι θέλει ο Πρόεδρος από μένα;”, κάνει με απορία ο Βασίλης, μια και δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. “Θέλει να του γράψεις σε μια κασέτα μόνο το Κάτω τα χέρια σου”. “Εσείς δεν μπορείτε να τη γράψετε;”, τους λέει ο Βασίλης. “Μπορούμε, Βασίλη, αλλά τη θέλει από σένα και να είναι με την υπογραφή σου”.

Ο Βασίλης δίνει την κασέτα στους αξιωματικούς, βάζει και την υπογραφή του και του την πήγαν. Τους έστειλε πάλι πίσω για να τον ευχαριστήσουν. “Να πείτε του Μακεδόνα”, λέει ο Πρόεδρος, “κατά τις δέκα το πρωί αύριο να έρθει στο γκολφ, στη Γλυφάδα, να γνωριστούμε από κοντά”.

Χάρηκε ο Βασίλης με την πρόσκληση, αλλά δέκα το πρωί ραντεβού είναι κομμάτι δύσκολο για εκείνον. Ο Βασίλης κοιμάται συνήθως κατά τις εφτά το πρωί και έτσι δεν μπόρεσε ποτέ να ξυπνήσει για να γνωρίσει τον Εθνάρχη Μακεδόνα, που τόσο πολύ γούσταρε Βασίλη Καρρά. Μάταια η Χριστίνα προσπαθούσε να τον πείσει να πάει, ο Βασίλης δεν εκμεταλλεύτηκε αυτή την πρόταση για να γνωρίσει και από κοντά τον πιο επώνυμο θαυμαστή του».