Ο Γιώργος Νταλάρας μίλησε για τη λειτουργία των νυχτερινών κέντρων στην Ελλάδα...στην εκπομπή «START» της ΕΡΤ3.
«Στα 25 τα είχα ζήσει όλα, ξεκίνησα στα 15 να ασχολούμαι με τη μουσική. Δεν έχει νόημα να λέω τα ίδια ξανά και ξανά, ο κόσμος βαριέται. Αν ξεκινούσα τώρα, δεν θα μιλούσα τόσο όσο μίλησα. Η νεανική ορμή με έκανε να πω αυτό που έμαθα κάθε φορά που διάβαζα ή μάθαινα κάτι, όμως αυτό το κάτι ήταν κάτι που δεν ήξερα καλά, με αποτέλεσμα να συζητηθώ πολύ και να κριθώ», είπε αρχικά ο Γιώργος Νταλάρας.
Και συνέχισε αναφορικά με τη ζωή σαν έννοια: «Στη ζωή βρεθήκαμε για να αποκωδικοποιήσουμε ποιοι είμαστε και γιατί υπάρχουμε. Οι αλήθειες, έστω και αν δεν ολοκληρώνονται με περισσότερη ασφάλεια και σύγκριση για ανταπόδοση της έννοιας, δεν είναι αποδεκτές.
Η αλήθεια “τσιμπάει” και πονάει και εμείς μεγαλώνουμε στα ψέματα. Μας έμαθαν να σεβόμαστε τις αρχές, οι οποίες στηρίζονται σε ψέματα, και το γνωρίζουμε από την κούνια μας».
Για την καριέρα του είπε: «Εκατοντάδες πράγματα που ήθελα να κάνω, όπως το να γίνω μηχανικός και πιλότος, να πετάω με μία μηχανή και να φτάνω την ταχύτητα του ήχου, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να τα κάνω. Και έτσι, ένιωσα πως είχα ευθύνη να τραγουδάω.
Άκουγα τραγούδια, ο πατέρας μου και οι θείοι μου ήταν εξαιρετικοί μουσικοί και μετά ένιωσα ότι το πλαίσιο της μουσικής δενήταν αυτό που ήθελα τότε, εκτός από 2 μουσικούς τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Καλδάρα».
«Το ρεμπέτικο, που με συγκινεί, είχε μεγάλη επιρροή. Εγώ είχα μεγάλο πρόβλημα με τους στίχους, έλεγα “σε τόσο ωραία μουσική λένε αυτά;”. Σταμάτησα να τα λέω αυτά αφού άκουσα τα τραγούδια του Χατζηδάκι και αργότερα του Ξαρχάκου. Είπα “παιδιά ευτυχώς που είμαι νέος και θα ζήσω αυτή την εποχή και θα ακολουθήσω αυτό τον δρόμο”. Τα όσα έζησα ως τότε στο ρεμπέτικο δεν το ξέχασα, το τιμούσα έτσι όπως ήταν», τόνισε.
«Είμαι μεγάλος, και είναι ωραίο να ξυπνάς να βλέπεις το φως του ήλιου. Εγώ δεν φρόντισα να πεθάνω στα 32 από ουσίες και σκόνες. Σε αυτό με βοήθησε ο πατέρας μου που πέθανε 50 χρονών από κύρωση του ήπατος και μου είπε “Γιωργάκη, παρακολούθα τι κάνω και μην κάνεις τίποτα από αυτά”. Είχα κακό μπαμπά, εξαιρετικό καλλιτέχνη, αλλά ήθελα μπαμπά. Με έσωσε η αφέλειά μου, θα μπορούσα να έχω μπλέξει με συμμορίες και κλέφτες», είπε ο γνωστός ερμηνευτής.
Ο καταξιωμένος τραγουδιστής τόνισε πως το μοντέλο της νυχτερινής διασκέδασης στη χώρα δε συνάδει με μια υγιή πολιτιστική πραγματικότητα. «Από πολύ μικρός έκανα προσπάθεια να πω το εξής. Ακούστε, υπάρχει μια παράδοση στην χώρα μας να βγαίνει ο κόσμος τις νύχτες, να γίνεται λιάρδα από το ποτό και να πηγαίνει το πρωί στη δουλειά του. Ποιος να πάει όμως στη δουλειά του το πρωί, όταν φεύγουν στις 7 από τα μαγαζιά; Να κάνουν τι; Τι είδους προσφορά στον πολιτισμό είναι αυτό; Τι είδους αισθητική θα έχει αυτό το πράγμα;», δήλωσε χαρακτηριστικά ο ερμηνευτής.
Επιπλέον ανέφερε ως παράδειγμα σπουδαίους δημιουργούς που δε βρέθηκαν ποτέ σε νυχτερινά κέντρα προκειμένου να αναδείξει τη διάσταση ανάμεσα στη δημιουργική τέχνη και τη βιομηχανοποιημένη διασκέδαση της νύχτας. «Είδατε ποτέ τον Μίκη Θεοδωράκη ή τον Μάνο Χατζιδάκι να πάνε σε ένα νυχτερινό κέντρο και να δουλεύουν μέχρι τις 6:30 το πρωί; Πώς τα παντρεύετε αυτά;», σημείωσε.
Παρότι άσκησε αυστηρή κριτική στο πλαίσιο λειτουργίας των νυχτερινών μαγαζιών, δεν παρέλειψε να αναγνωρίσει το ταλέντο και τις φωνητικές ικανότητες πολλών καλλιτεχνών που δραστηριοποιούνται στον χώρο. «Μιλάω με τους πάντες, αλλά πρέπει να μπορεί και ο άλλος, να δεις ότι καταλαβαίνει. Κατ’ αρχάς υπάρχουν εκπληκτικοί τραγουδιστές λαϊκοί αυτού του είδους της νύχτας, φωνές καταπληκτικές. Μακάρι να είχα και εγώ τις δυνατότητές τους», δήλωσε κλείνοντας ο Γιώργος Νταλάρας.
