Για τα παιδικά του χρόνια, την επιλογή του να ακολουθήσει την υποκριτική, τη σχέση του με τους γονείς και την οικογένειά του, καθώς και για το αίσθημα της μοναξιάς και τις ανθρώπινες σχέσεις μίλησε o Πυγμαλίων Δαδακαρίδης σε συνέντευξή που... παραχώρησε στο rosa.gr
Αναφερόμενος στη θεατρική παράσταση «Φάλαινα», όπου πρωταγωνιστεί, ο ηθοποίος ανέφερε: «Είναι σαφής αναφορά στο έργο Moby Dick . Γιατί η ουσία της έκθεσης που διαπραγματεύεται, ενός έφηβου κοριτσιού με τίτλο «Moby Dick η Φάλαινα», ουσιαστικά είναι η έκθεση που διαδραματίζει μια σύντομη περίληψη ενός έφηβου απέναντι στο έργο και ο τρόπος που αυτό συνδέει μια ολόκληρη οικογένεια με τα πάθη της, με χιλιάδες άλλες μικρές «υποφάλαινες» από κάτω, που εγώ τις λέω ερινύες ή σκέψεις, μνήμες, επιλογές, στις οποίες τελικά το αποτέλεσμα το αντιλαμβανόμαστε μετά από πολλά πολλά χρόνια. Απλά πρέπει να έχουμε ίσως τον όγκο και την υπομονή και την βύθιση μιας φάλαινας, ώστε όταν θα είσαι έτοιμος να επανέλθεις στην επιφάνεια, να καταλάβεις πραγματικά τι είναι αυτό το οξυγόνο το οποίο αναζητάς».
«Δεν έχει και μια σκληρότητα στο πιο μεταφορικό του κομμάτι ο τίτλος όμως;».
«Όχι, γιατί εγώ αγαπώ πολύ τα ζώα. Η φάλαινα και δε τα μάτια της, είναι υπέροχα. Είδα και ένα ντοκιμαντέρ, που οι άνθρωποι προσπαθούν μέσα από το σόναρ να επικοινωνήσουν με φάλαινες. Και είναι εξαιρετικό, γιατί κάπως τα καταφέρνουν. Και προϋπάρχουν νομίζω και του ανθρώπου χιλιάδες χρόνια πριν. Για μένα είναι ένα από τα πιο όμορφα πλάσματα. Η φάλαινα δεν υποδηλώνει τον όγκο. Εμείς ογκομετρικά, γεωμετρικά, επειδή η φάλαινα είναι ογκώδης, αποτυπώνουμε τον όγκο. Αυτό που λέμε «είσαι σαν φάλαινα». Με τη μέθοδο της αρνητικότητας, προσάπτουμε γεωμετρικά στα σχήματα συμπεριφορές. Αν μου έλεγε κάποιος, είσαι τόσο όμορφος όσο μια φάλαινα, θα ήμουν μια χαρά», αποκρίθηκε.
«Η «τέχνη» του αρνητισμού, της αρνητικότητας, του αρνητικού προσήμου, με έναν τρόπο έχει παρεισφρήσει σε πολλούς ανθρώπους μέσα από την παιδεία τους, από τον τρόπο σκέψης, ακόμα και στην αρχιτεκτονική δομή, στον τρόπο που αντικατοπτρίζουν τις εικόνες. Οπότε, θεωρούν ότι τα ογκώδη πράγματα, ντε και καλά πρέπει να είναι άσχημα. Σαφώς έχει μια βαθύτερη πολιτική αναφορά και κοινωνική αναφορά το έργο. Αυτός που υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο, είναι στον όγκο, στο μέγεθος σχεδόν, μιας αντίστοιχης ανθρώπινης φάλαινας. Μόνο που δεν καταλαβαίνουμε ότι η φάλαινα έχει γεννηθεί έτσι από τη φύση. Ο Θεός την έχει φτιάξει έτσι αν πιστεύεις στον Θεό ή η εξέλιξη της αμοιβάδας έχει φτιάξει τη φάλαινα έτσι, αν πιστεύεις στην επιστήμη. Αλλά ουσιαστικά η φάλαινα έτσι γεννήθηκε. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φτάνει τον εαυτό του στα όρια του θανάτου από το φαγητό, γιατί έχει μια ολόκληρη ιστορία που εξελίσσεται. Έχει να κάνει με το σεξουαλικό πρόσημο, με τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κοινωνία τα πράγματα και ειδικά σε ένα πιο μικρό περιβάλλον, έξω από μεγαλουπόλεις της Αμερικής, όπου είναι λίγο Βαβυλώνα η κατάσταση και τα εν οίκω μη εν δήμω και επικεντρώνεται σε ένα βαθύτερο κομμάτι, του πώς οι άνθρωποι ερωτευόμαστε, πώς αγαπάμε, αν επιτρέπουμε να αγαπάμε, αν η πίστη συμβάλλει στον τρόπο που αγαπάμε, στη διαμόρφωση της σκέψης, στο πόσο είμαστε ελεύθεροι οι άνθρωποι να αντιλαμβανόμαστε τι είναι αγάπη. Εγώ είμαι τυχερός. Οι γονείς μου δεν μου είπαν ποτέ ότι υπάρχει καλό ή κακό στον έρωτα», πρόσθεσε.
- «Άρα δεν σε μεγάλωσαν με τα στερεότυπα του αγοριού;»
«Όχι. Ίσα, ίσα από μόνος μου κατάλαβα μεγαλώνοντας, όταν ο ίδιος άρχισα να ερωτεύομαι, την έννοια της σκέψης ή τελικά αν είναι διαφορετικό ή όχι αν ένας άντρας αγαπάει έναν άντρα, ή μια γυναίκα αγαπάει μια γυναίκα», δήλωσε συνειδητά ο ηθοποιός.
Η συζήτηση στην πορεία στράφηκε προς τα παιδικά χρόνια του καταξιωμένου καλλιτέχνη και το οικογενειακό του περιβάλλον.
- «Πες μου λίγο για το οικογενειακό σου περιβάλλον».
«Ο πατέρας μου, μεγαλωμένος στον Πειραιά, πήγε να σπουδάσει στην Αγγλία μάρκετινγκ όπου και γνώρισε την μητέρα μου. Η μητέρα μου, από μια φτωχική οικογένεια του Μάντσεστερ γνώρισε τον πατέρα μου».
- «Καλλιεργημένοι άνθρωποι, μορφωμένοι;»
«Στο επίπεδο που οι ίδιοι διάλεξαν να καλλιεργήσουν τον εαυτό τους. Αλλά ναι. Αγαπούσαν τις τέχνες, αγαπούσαν τον πολιτισμό. Είχαν τον χώρο μέσα τους να αντιληφθούν τον έρωτα. Και ερωτεύτηκαν. Φιλόξενοι, ανοιχτοί, χωρίς κανένα είδος διαχωρισμού μέσα τους, παρά μόνο στο να μην πληγώνεις τους ανθρώπους και να μην κάνεις κάτι κακό. Και αν τελικά φτάσεις σε εκείνο το σημείο και το κάνεις, να έχεις πραγματικά μέσα σου τη σκέψη να ζητήσεις συγγνώμη, την ενσυναίσθηση να αντιληφθείς τι είναι ο πόνος, πώς προκαλείται και γιατί».
- «Υποδέχτηκαν ωραία την απόφασή σου να ασχοληθείς με την υποκριτική;»
Σε αυτήν την ερώτηση ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης απάντησε: «Εντελώς. Και οι δύο. Οι γονείς μου αν δεν έβλεπαν τα παιδιά τους ευτυχισμένα μ’ έναν τρόπο, προσπαθούσαν κάθε φορά να τα διοχετεύσουν σε αυτό που ήθελαν τα παιδιά τους και όχι σε αυτό που ήθελαν οι ίδιοι. Δεν έκανα ας πούμε αθλητισμό ή άλλα πράγματα ή ντε και καλά σπουδές, γιατί θα ικανοποιούσα αυτά τα οποία οι δικοί μου δεν κατάφεραν να κάνουν. Οι γονείς μου ήταν πάντα της φιλοσοφίας «είσαι χαρούμενος να κάνεις αυτό, κάντο. Δεν είσαι, δεν το καταλαβαίνεις κιόλας; Συνέχισε να το κάνεις μέχρι να καταλάβεις γιατί δεν είσαι».
- «Είσαι κοντά στα 50, σωστά;»
«Είμαι 47 στα 48 το Μάιο». Αποκρίθηκε, ενώ ο δημοσιογράφος εστίασε στους γονείς του, λέγοντας πως οι άνθρωποι τις γενιάς τους, συνήθως, δεν ήθελαν να δουν τα παιδιά τους στο επάγγελμα του ηθοποιού.
- «Σε ρωτάω γιατί μου κάνουν εντύπωση οι γονείς σου. Ακόμα αυτή η γενιά γονιών δεν πολυήθελαν το παιδί τους να γίνει ηθοποιός».
«Νομίζω οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου φταίνε για αυτό. Αγαπούσαν πολύ τη μουσική, το θέατρο, το σινεμά. Έτυχε, γιατί είναι και τυχερό μάλλον στη ζωή, να είναι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι που μεγάλωσαν τους γονείς μου τόσο ανοιχτοί», δήλωσε εκθειάζοντας τους παππούδες του και τον τρόπο με το οποίο μεγάλωσαν τους γονείς του.
- «Ανοιχτόμυαλοι ε;»
«Δεν θα πω ανοιχτόμυαλοι, ήταν απλώς φυσιολογικοί άνθρωποι. Ανοιχτόμυαλους λέμε τους ανθρώπους που επιτρέπουν την αγάπη; Η αγάπη είναι αγάπη. Δεν αλλάζει. Έχουμε φτάσει στο σημείο ότι δεν αναγνωρίζουμε να το σατιρίζουμε ή να το λιθοβολούμε με έναν τρόπο».
- «Στην εποχή που ανεβαίνει τώρα, εδώ αυτό το έργο που έχει στο κέντρο του τη μοναξιά, μου κάνει πιο σκληρό μέσα μου. Όχι;»
«Μα είναι. Η ανθρώπινη μοναξιά οδηγεί τους ανθρώπους πια σε ακραία πράγματα. Καθόμαστε και βλέπουμε στο ίντερνετ ανθρώπους που τρώνε 40.000 θερμίδες την ημέρα και ανατινάζουν το σύστημά τους. Κλικάρουμε πάνω σε αυτό. Ή που πηδάνε από ορόφους. Επικροτούμε μέσω του like και του dislike την κατάσταση. Στέλνουμε ο ένας στον άλλον βίντεο με extreme πράγματα από ένα δυστύχημα ή κάποιον που έπεσε ή κάτι που έγινε. Τροφοδοτούμε μια κατάσταση, στην οποία είτε εμείς θα θέλαμε να τολμήσουμε κάποια πράγματα και δεν τα κάνουμε, είτε εμπεριέχει ένα καθρέφτισμα του εαυτού μας και φοβόμαστε να το πούμε, οπότε είναι ωραία να βρίσκουμε καινούριους ανθρώπους να τους σταυρώσουμε και αυτούς, γιατί δεν έχουμε την δύναμη να πιστέψουμε σε κάτι αντίστοιχο. Και δεν πιστεύουμε καν και με έναν τρόπο, αν δεις και από τα σχόλια από κάτω, στο να βοηθήσουμε τους ανθρώπους. Πολλές φορές βλέπεις ανθρώπους να παίζουν ξύλο και το ανεβάζουν ή να βιοπραγούν απέναντι στα ζώα και να το ανεβάζουν και λες, μα καλά, ποια είναι η σκέψη σου; Να ξεπεράσεις την κόκκινη γραμμή του φυσιολογικού και να το φωνάξεις κιόλας με έναν τρόπο ότι υπάρχεις; Βαθύτερα κρύβεται η μοναξιά, η έλλειψη παιδείας και η έλλειψη αναγνώρισης ο ένας του άλλου. Γι’ αυτό κιόλας πολλές φορές στο ίντερνετ, είμαι σαν τον σέρφερ πάνω από το κύμα. Ποτέ δεν μπαίνω μέσα σε αυτό. Δεν θα μπω. Γιατί έτσι και κάνεις το λάθος… Ε, τι να ασχοληθώ με σχόλια; Όποιος έχει τα «φρύδια» θα έρθει να μου τα πει από κοντά. Και θέλω πραγματικά να αιτιολογήσει την συμπεριφορά του. Αν υπάρχει μέσα του μία ψυχολογία η οποία είναι ισορροπημένη και αγαπάει τον εαυτό του και τον σέβεται, θα ήθελα να έρθει να μου πει γιατί θέλει να κάνει κακό σε κάποιον άλλον ή πολύ πρόστυχα να μπει μέσα χωρίς ταυτότητα και να προσβάλλει κάποιον».
- «Λαμβάνεις και εσύ τέτοια σχόλια»;
«Όλοι οι άνθρωποι. Ποιος είμαι εγώ, ο Γκάντι; Και τον Γκάντι θα βρίζαμε σήμερα. Σαφώς και λαμβάνω, αλλά δεν ασχολούμαι. Δεν μπορώ να ασχοληθώ».
- «Και ποιο φίλτρο σε κάνει να μην ασχολείσαι;»
«Φίλτρο είναι ότι δεν έχεις ζήσει τη ζωή μου, δεν ξέρεις πώς είναι να μην έχεις φράγκο στη ζωή σου και να μην έχεις να πληρώσεις τα πάντα. Δεν ξέρεις τι έχω περάσει. Δεν ξέρεις από πού κρατάει η σκούφια μου, ποιος είμαι και γιατί. Και εγώ δεν ξέρω και για εσένα, οπότε… Οφείλω να σου πω αυτά τα οποία μέσα μου, μου δίνουν τη δυνατότητα αύριο να μπορώ να ονειρεύομαι έναν καλύτερο κόσμο και όχι το μίσος μου γι’ αυτόν. Ακόμα και όταν έφτιαχνα τη «Φάλαινα» που εγώ αγαπώ τόσο, ήξερα ότι θα βρεθούν άνθρωποι που δεν θα τους αρέσει. Γιατί έτσι είναι. Δεν θα τους αρέσει το έργο, δεν θα τους αρέσει αυτό που κάνουμε, δεν θα τους αρέσουμε εμείς. Και λέω πόσο θα ήθελα να καταλάβαιναν την ουσία της σκέψης μου, γιατί γίνεται και γιατί προτείνω κάτι τέτοιο».
- «Αυτή η ισορροπία που εντοπίζω σε εσένα υπήρχε πάντα ή κατακτιέται με τα χρόνια;»
«Νομίζω έχει να κάνει και λίγο με τον ίδιο τον άνθρωπο. Πρέπει να έχει μια πτυχή τέτοια ο εαυτός σου, που να μην μασάει πολύ. Δεν μασούσα πολύ από το σχολείο. Από παιδάκι έτσι ήμουν. Η μαμά μου, μου διάβαζε εκτός από τη «Βίβλο» και διάφορα άλλα, ένα παραμύθι που μου άρεσε πολύ: “Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος”. Με έναν τρόπο στην εφηβεία μου ήμουν ασχημόπαπο».
- «Αλήθεια;»
«Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ τον εαυτό μου έτσι. Έτσι με είχαν κατηγοριοποιήσει διάφοροι άνθρωποι. Ήμουν πολύ πιο παχύς. Με το βάρος μου έχω αλλάξει χιλιάδες εικόνες και σκέψεις. Και απέναντι στη δουλειά, γιατί προσπαθώ ογκομετρικά να είμαι στα παπούτσια των ηρώων. Ο εαυτός μου είναι όμορφος ούτως ή άλλως, γιατί είναι όμοιος με τη μορφή του ανθρώπου που θα την αντικρούσει και θα την αγαπήσει. Δεν είμαι όμοιος με τη μορφή ενός μοντέλου ή με κάτι που εμείς πάλι βάζουμε σαν γεωμετρία ότι πρέπει να είναι όμορφο. Κάποιοι απλά γεννήθηκαν τόσο όμορφοι ή τόσο γεωμετρικά σωστοί. Τουλάχιστον για αυτούς που έχουν βάλει κατηγορία στην ομορφιά. Γιατί εγώ δεν το έχω κάνει. Εμένα μου αρέσουν τα μάτια, η μυρωδιά, ο ήχος της φωνής, το χιούμορ η εξυπνάδα. Αυτά είναι που γουστάρω σε έναν άνθρωπο.»
- «Τα παιδία όμως σε αυτή την ηλικία έχουν και μια αυθόρμητη σκληρότητα, έτσι δεν είναι;»
«Πάντα. Υπάρχει όμως μια αθωότητα από πίσω. Όταν η πονηριά εισχωρεί στον άνθρωπο, εκεί αρχίζουν τα πράγματα και καταλαβαίνεις τι μέλλει γενέσθαι», δήλωσε χαρακτηριστικά.
- «Εσύ πέρασες δύσκολα εκεί πίσω;»
«Όχι, απλά αν ένα παιδί δεν σε πήγαινε ή ήθελε να σε προσβάλει, πάντα θα σε φώναζε με το γεωμετρικό σου σχήμα ή αν κάποιο παιδί φαινόταν στην εφηβεία ότι είχε άλλες σεξουαλικές προτιμήσεις, σίγουρα το κατηγοριοποιούσαν οι άνθρωποι και το πείραζαν. Και όλοι έχουμε υπάρξει και στην πλευρά του θήτη και του θύματος ως παιδιά. Γιατί αυτή η ελλειπτική γνώση που έχουμε μέσα στα πράγματα, μας δίνει να καταλάβουμε μέσα μας αν μας αρέσει να πληγώνουμε έναν άνθρωπο ή όχι. Εμένα δεν μου άρεσε. Μια άλλη ταινία του σινεμά που λάτρευα ήταν «Ο Άνθρωπος Ελέφαντας» του Ντέιβιντ Λιντς. Οπότε θεωρούσα ότι όλοι οι «άνθρωποι ελέφαντες» ήταν φίλοι μου. Οπότε αν πείραζες «άνθρωπο ελέφαντα», είχες να κάνεις τότε με τον άνθρωπο που τον προστάτευε. Ακόμα και να μην με έπαιρνε και να έτρωγα και το ξύλο της ζωής μου από μεγαλύτερα παιδιά, θα είχα προκαλέσει πρώτος τη διαδικασία του μπλεξίματος σε τέτοιες περιπτώσεις».
- «Συνδέεται η απόφασή σου της υποκριτικής με εκείνα τα χρόνια πιστεύεις;»
«Σίγουρα συνδέεται με έναν τρόπο, γιατί η μητέρα μου είναι Εγγλέζα, ο πατέρας μου είναι Έλληνας, έχω περάσει τέσσερις μήνες το χρόνο σε διαφορετικά μέρη στην Αγγλία γιατί η μάνα μου μετακόμιζε μέχρι να καταλήξει στο σπίτι της που μένει μέχρι σήμερα και ο πατέρας μου το ίδιο μέχρι να ξαναπαντρευτεί και να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Άλλαξα σχολεία πολλά, άλλαξα πολλά παιδιά, οπότε ασυναίσθητα είχα διαφορετικές προσλαμβάνουσες μέχρι την εφηβεία μου. Άρα έπαιξα πολύ περισσότερους ρόλους για να επανέλθω σε κάτι, να ξαναανήκω κάπου, να ξαναβρώ φίλους, να συνδεθώ με αυτούς τους φίλους, να ξαναβρώ κάποια μάτια που θα αγαπήσω στην εφηβεία μου και να με αγαπήσουν πίσω. Και μέσα σε αυτή τη μοναξιά, να καταλάβω και όλη αυτή την ενέργεια και την φαντασία που έχω σαν παιδί και τι μπορώ να την κάνω. Οπότε σίγουρα την έκανα παραστάσεις. Αναπαραστάσεις για να γεμίσω τον χρόνο μου σε ώρες κοινής ησυχίας το μεσημέρι, που τις σιχαίνομαι αυτές τις ώρες και θέλω να βαράω κομπρεσέρ, παρ’ όλο που κοιμάμαι, ειδικά μεγαλώνοντας. Δεν με πειράζει όμως να γίνεται χαμός. Σε χρόνους που είχα ενέργεια, έφτιαχνα χαρακτήρες και ρόλους. Οπότε σίγουρα αυτό το κομμάτι της ζωής μου, τώρα μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι με ώθησε με έναν τρόπο να αντιλαμβάνομαι την αλλαγή της μάσκας του ηθοποιού. Αλλάζω μάσκες. Ναι, άλλαζα τοπία, άλλαζα χρώματα, καλοκαίρια – χειμώνες, χειμώνες-καλοκαίρια, θερμοκρασίες, συμπεριφορές, μυρωδιές. Αυτό με βοήθησε πολύ με έναν τρόπο. Αλλά προφανώς υπήρχε και μέσα μου το βαθύτερο κομμάτι, του πώς ένα βαθύ μου συναίσθημα θέλω να το μεταφέρω και πώς με έναν τρόπο με εσένα που δεν σε ξέρω, μπορούμε να συνδεθούμε μέσω της χαράς, του γέλιου, της επικοινωνίας έστω και για λίγο, χωρίς να έχουμε να διεκδικήσουμε τίποτα ο ένας απέναντι στον άλλον».
- «Και στη ζωή είσαι έτσι όπως στη σκηνή; Είσαι εύκολος φίλος, σύντροφος;»
«Πια όχι, δεν είμαι. Είμαι λίγο πιο «ασκητής». Δεν μπορώ την πολύ βαβούρα, δεν μπορώ τον πολύ θόρυβο, δεν μπορώ την κακία. Αλλά, όπως λέει και μια παλιά μου γειτόνισσα και μια από τις σημαντικότερες ποιήτριες που είχαμε, η Κική Δημουλά, εγώ είμαι πια σε «ρήξη με το λίγο». Θα ήθελα να μην υπάρχει τίποτα γιατί μου δίνει τον χώρο να σκεφτώ, ή να υπάρχει κάτι σε «πολύ», όπως μια συζήτηση, μια αγάπη, ένας έρωτας, μια βόλτα», δήλωσε ο ηθοποιός σε σχέση με την προσωπική του ζωή.
- «Έχεις αρχίσει ξεσκαρτάρισμα;»
«Ναι, ξεσκαρτάρω. Εντελώς στην κάθαρση έχω πάει.»
- «Και τι έχει μείνει, τι έχει φύγει;»
«Πάντα μένει ο εαυτός σου. Φεύγουν όλοι οι υπόλοιποι οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους, πάνε να συναντήσουν τον δικό τους εαυτό. Δεν μανουριάζω. Και ακόμα και ένας άνθρωπος που δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει ή να του ξαναμιλήσω, το σέβομαι απόλυτα.»
- «Τι έχεις κρατήσει από αυτούς που έφυγαν;»
«Τις ωραίες στιγμές. Τις ωραίες μνήμες. Το ότι μπορέσαμε και γελάσαμε, κάπου ήπιαμε έναν καφέ και επικοινωνήσαμε. Σε όποιο κομμάτι αντιστοιχούσε στη ζωή μας.»
- «Πώς ήταν να σκηνοθετείς τον εαυτό σου;»
«Ήταν πολύ δύσκολο. Βέβαια η γεωγραφία του συγκεκριμένου κειμένου ήταν τέτοια, που μου έδινε τη δυνατότητα να παρατηρώ τα πράγματα πολύ. Όταν βρέθηκα με μια «Φάλαινα» στο ίδιο δωμάτιο που την κοίταζα και με κοίταζε με ένα περίεργο τρόπο, είπα πάμε να το κάνουμε με αγάπη και δεν έγινε και κάτι. Δεν θα βρω το φάρμακο για τον καρκίνο. Αλλά αν μπορώ να βρω το φάρμακο, να μεταφέρω τι με συγκίνησε εμένα την πρώτη φορά που διάβασα το έργο και τι με κλόνισε μέσα μου, τότε λέω μάλλον έχω βρει έναν τρόπο να εκφράζομαι σωστά.»
- «Ποια ήταν η σκηνοθετική διαδικασία;»
«Το θέατρο σου δίνει αυτόν τον χώρο. Κάποιες ώρες μπορείς να κάνεις αυτά και αυτά τα πράγματα. Η παραγωγή σου επιτρέπει αυτά και αυτά τα πράγματα. Οπότε αντίστοιχα λοιπόν με την ομάδα που δημιουργείς, γιατί το θέατρο είναι ομάδα δεν είναι ποτέ ένας άνθρωπος, αρχίζεις και ονειρεύεσαι και βλέπεις τα πράγματα που είναι μπροστά σου να γίνουν. Αφήνεις τα δέντρα αυτά σιγά σιγά να ανθίσουν από μόνα τους. Δεν τοποθετείς δέντρα. Οπότε αφήνεις σπόρους σιγά σιγά να ανθίζουν, σύμφωνα με αυτό το οποίο εσύ έχεις ονειρευτεί. Και σκέφτεσαι, εντάξει, μπορεί να μην είναι τελικά αυτό που έχω ονειρευτεί, αλλά τα λουλούδια που θα ανθίσουν θα μυρίζουν υπέροχα.»
- «Δεν είναι όμως έτσι οι παραδοσιακοί σκηνοθέτες».
«Δεν είμαι παραδοσιακός σκηνοθέτης. Δεν είναι κάτι το οποίο θα τολμούσα να κάνω συνέχεια. Εκτός αν βρίσκω μέσα σε κείμενα πράγματα τα οποία καιρό τώρα ονειρεύομαι να πω. Γιατί η «Φάλαινα» με τους ίδιους ανθρώπους και τα μάτια ενός άλλου σκηνοθέτη, θα ήταν κάτι άλλο. Και αυτό είναι και το σωστό. Περισσότερο παθιάρης είμαι εγώ στα πράγματα. Υπάρχουν ούτως ή άλλως σκηνοθέτες πολύ καλύτεροι από εμένα, με καλύτερο και πιο σαφές όραμα. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Τόσα χρόνια αυτό υπηρετώ και εγώ. Τα όνειρα άλλων ανθρώπων με έναν άλλον τρόπο. Και όσο καλύτερα και πειστικά μπορώ. Όταν απλά σου δίνεται η ευθύνη, οφείλεις να τολμήσεις να εκφράσεις αυτό το όνειρο. Και είναι και δύσκολο γιατί δεν θα αρέσει σε όλους. Και γιατί να αρέσει σε όλους άλλωστε;»
- «Μου έχεις πει πολλές φορές τη λέξη πίστη. Πιστεύεις στο Θεό;»
«Πιστεύω στο Θεό. Πιστεύω στην Ορθοδοξία, γιατί αυτήν έχω μελετήσει περισσότερο από όλες τις θρησκείες. Δεν είμαι ο άνθρωπος ο οποίος είναι φανατισμένος. Αλλά έχω την ελπίδα, την ανάγκη της πίστης. Ουσιαστικά για μένα ο Θεός, είναι ο ίδιος άνθρωπος με έναν τρόπο. Έχω συναντήσει και ανθρώπους της θρησκείας που πρεσβεύουν ένα κομμάτι αυτής της πίστης, αλλά έχω γνωρίσει και ανθρώπους οι οποίοι ήταν για μένα σαν Θεοί. Φίλοι, σύντροφοι. Υπήρξαν σε στάδια της ζωής μου με έναν τρόπο κάποιοι άνθρωποι που είχαν για μένα μια θεϊκή οντότητα. Δεν έχει ο πατέρας μας ή η μητέρα μας μια αίσθηση ενός θεϊκού τρόπου συμπεριφοράς απέναντι στο πως καταλαβαίνουν και πως δίνουν την αγάπη τους; Ακόμα και η ίδια η δουλειά έχει, αν πραγματικά εργάζεσαι και πιστεύεις ότι έχεις βρει αυτό που αγαπάς να κάνεις. Ό,τι επάγγελμα και να είναι. Δεν έχει να κάνει μόνο με τις μορφές της τέχνης. Αν και η ίδια η τέχνη εμπεριέχεται σε όλες τις υπόλοιπες μορφές εργασίας.»
- «Σκηνοθέτησες και ένα υπέροχο κείμενο, το «Δυο γυναίκες χορεύουν» με τις Κατιάνα Μπαλανίκα και Ιωάννα Ασημακόπουλου, ένα έργο που έχει μπροστά τη γυναίκα.»
«Τη μοναξιά έχει πάλι μπροστά. Πριν από πολλά χρόνια είδα το έργο αυτό με τη Χρυσούλα Διαβάτη και τη Θάλεια Ματίκα σε σκηνοθεσία Τάσου Ιορδανίδη. Μ’ άρεσε πάρα πολύ. Και πάντα έλεγα να περάσουν τα χρόνια, γιατί θα ήθελα πολύ να συναντηθώ με το κείμενο και με αυτά που εκπροσωπεί. Όταν κάναμε τη «Φαμίλια» στον ΑΝΤ1 με την Ιωάννα Ασημακοπούλου και της είχα δώσει το κείμενο, της είχα πει, πως ενώ είναι λίγο πιο σκοτεινός ο χαρακτήρας, θα ήταν ωραίο να τον τολμήσει εκείνη. Μετά είδα μια παράσταση εκείνο το καλοκαίρι του Γιώργου Καπουτζίδη στο Θέατρο Παπάγου, όπου έπαιζε τον ρόλο της μητέρας η Κατιάνα Μπαλανίκα, στο «Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του». Βλέπω την Κατιάνα στη σκηνή και λέω αυτή είναι. Και κάναμε μια συνάντηση κάπως όλοι μαζί και άρχισε να τροφοδοτείται η διάθεση. Μετά ευτυχώς ήρθε και η Ελένη Ράντου η οποία υποστήριξε ένθερμα την παραγωγή. Έτσι, αρχίσαμε να δουλεύουμε και οι τρεις μαζί σε αυτό το υπέροχο έργο, που εμπεριέχει τη μοναξιά, εμπεριέχει τη γιαγιά μου, εμπεριέχει τον τρόπο της μνήμης απέναντι στη δική μου μοναξιά όταν χωρίσανε οι γονείς μου, εμπεριέχει τους ανθρώπους που τραυματίζονται και δεν έχουν έναν τρόπο να αιτιολογήσουν την ύπαρξή τους, όπως κι εγώ είμαι ένας από αυτούς. Όπως λέει και στη «Φάλαινα», έχεις ποτέ την αίσθηση ότι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να σταματήσουν να νοιάζονται; Οι άνθρωποι είναι εκπληκτικοί. Και στις δύο γυναίκες, λέει «τώρα εμείς οι δύο έχουμε γίνει φίλες;» και απαντάει «μπορείς να το πεις και έτσι». Γιατί φοβόμαστε οι άνθρωποι να δώσουμε μια ταμπέλα στον τρόπο που αγαπιόμαστε. Σέβομαι πολύ και τις δύο πρωταγωνίστριες του έργου. Η Κατιάνα είναι πια σε μια ηλικία που θέλοντας και μη, είναι πολύ μεγαλύτερη από κάποιους άλλους ανθρώπους και οφείλουμε στην Ελλάδα να τιμούμε τους ανθρώπους σε όποιο επίπεδο και αν είναι, ακόμα και αν δεν μπορούν να περπατήσουν, δεν μπορούν να σηκωθούν, δεν μπορούν να διαβάσουν, δεν μπορούν να δουν, δεν μπορούν να ακούσουν. Τρελάθηκα με το ρόλο της Ξένιας Καλογεροπούλου στο «Humans». Οφείλουμε στους ηθοποιούς που κρατήσαν το θέατρο για εμάς τους υπόλοιπους και κουβαλάνε τη μορφή της τέχνης τόσα χρόνια για να την δώσουν στους νεότερους, ένα γαμωευχαριστώ και να τους τιμούμε με έναν τρόπο. Για μένα ήταν πολύ τιμητικό να συνεργάζομαι με ανθρώπους μιας ηλικίας, που έχουν την ιστορία του θέατρου και της υποκριτικής τέχνης στις πλάτες τους, είτε σ’ αρέσουν είτε όχι, δεν με απασχολεί καθόλου. Γιατί έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λέγονται. Ο καθένας θα βρει μια μαλακία να πει, η οποία δεν με απασχολεί καθόλου. Αλλά επί της ουσίας, μου είναι πολύ σημαντικό να βλέπω μια γυναίκα στην ηλικία της, να έρχεται στη σκηνή, να ανεβαίνει και να μου λέει «πάμε πρόβα». Εμένα στα 47 μου, μου ρίχνει κάτι χαστούκια αυτό, είναι εικόνα απ’ το μέλλον και μακάρι να έχω την υγεία και την τόλμη να μπορώ να φεύγω απ’ το σπίτι μου και να εκθέτω ένα κομμάτι της ψυχής μου σε μεγαλύτερη ηλικία. Εκεί, έρχεται και η Ιωάννα Ασημακοπούλου, με όσα έχει περάσει, με το ότι έχει συμβεί στη ζωή της, με το πόσο καλός άνθρωπος είναι, με τις οποιασδήποτε ανασφάλειες ή θετικές σκέψεις μπορεί να έχει και έρχεται να αντικρίσει και να αφηγηθεί ένα δικό της βαθύτερο κομμάτι. Με συγκινεί αυτή η προσπάθεια συνολικά.»
- «Περιγράφεις τις δουλειές σου με ένα τρελό ενθουσιασμό. Δεν έχει κλονιστεί καθόλου η πίστη σου σε αυτό που κάνεις όλα αυτά τα χρόνια;»
«Όχι. Τα χαστούκια μου τα τρώω από τους ίδιους τους ανθρώπους. Πώς είσαι φίλε; Καλά. Τι έχεις; Καρκίνο. Παύση. Τέλος. Εκεί κλονίζεται το σύμπαν μου. Η απώλεια μου κλονίζει το σύμπαν. Το σκυλί μου να πάθει κάτι, να βήξει λίγο παραπάνω, η ίδια η ζωή που καταλαβαίνω πόσο εύθραυστη είναι. Εκεί, σε αυτά, μου κόβονται τα πόδια.»
- «Και στη δουλειά τίποτα δεν…;»
«Όχι, γιατί οι άνθρωποι είναι ζωντανοί. Αν έχω μια απώλεια μέσω της δουλειάς, πάλι εκεί τρώω χαστούκι. Στο «Κατάδικός μου» με την Ελένη Ράντου, έπαιζε ο Μπάμπης Γιωτόπουλος. Κανείς δεν ξέρει πια ή κανείς δεν θυμάται ότι έχει πεθάνει. Παρ’ όλα αυτά ο Μπάμπης Γιωτόπουλος, ήταν ένας εξαιρετικός ζωγράφος, ένας υπέροχος ηθοποιός. Και έκανε εκείνον τον υπέροχο παππού στο έργο αυτό. Και το αγόρι μου έφυγε. Μάλιστα ο Μπάμπης, έκανε στο «Έτερος Εγώ», τον παππού των κοριτσιών, της Κόρας Καρβούνη και της Άννας Καλαϊτζίδου, στην τελευταία σκηνή που τους δίνει ένα καρπούζι. Και έχει παίξει αυτό που έχω ονειρευτεί εγώ σαν θάνατο. Ότι είμαι με λευκά λινά και ένα μαύρο Παναμά καπέλο κάπου και δεν δίνω μεν καρπούζι, αλλά μου λένε, έλα φεύγεις. Και είμαι σε μια γωνία με θάλασσα 300 μοίρες. Και αν δεις το πλάνο ξανά τώρα, είναι αυτό και το έκανε ο Μπάμπης. Και μετά πέθανε από εκείνη τη χρονιά.»
- «Σκέφτεσαι το θάνατο;»
Όχι. Αλλά αντιλαμβάνομαι όλες τις μαλακίες που μας έχουν βάλει να σκεφτόμαστε και δεν έχουμε καταλάβει πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και να αντιληφθούμε στον παρόντα χρόνο να είμαστε καλά. Να είμαστε εδώ, να μιλάμε. Να καταλαβαίνουμε. Να συντάξουμε τη σκέψη μας σε κάτι μεγαλύτερο για να μιλήσουμε με αγάπη.
- «Κατέβηκες στην πορεία για τα Τέμπη;»
«Εντελώς. Εντελώς κατέβηκα».
- «Τι θα πει εντελώς;»
«Κατέβηκα πολύ συνειδητοποιημένα. Πολύ ήσυχα. Εδώ, στο θέατρο πιο πάνω. Κάθισα στην άκρη και αφουγκράστηκα την ενέργεια του κόσμου και κατέβηκα συνειδητοποιημένα, ότι αν ο τρόπος μου, το σώμα μου, η σκέψη μου, μαζί με άλλα δυόμιση εκατομμύρια δηλώνουν ότι ήρθε η ώρα κάποιες παθογένειες που έχει το ελληνικό κράτος να αλλάξουν, θέλω να δηλώσω παρών. Δεν χρειάζεται να έχει πεθάνει κάποιος δικός μου στα Τέμπη. Το είχα πάθει και από την πρώτη φορά. Από την πρώτη πρώτη μέρα. Και μάλιστα την επόμενη, είχα έναν άχαρο ρόλο να είμαι καλεσμένος στην εκπομπή της Ναταλίας Γερμανού γιατί το είχαμε κανονίσει. Και δεν ήξερα τι να πω. Είχα πει στη Ναταλία, θες να μην μιλάμε για τίποτα για είκοσι λεπτά να καταλάβουν οι άνθρωποι πώς είναι ο θάνατος. Μου λέει δεν γίνεται να το κάνουμε αυτό στον αέρα, έχεις τρελαθεί; Λέω να ανοίξουμε, να πούμε καλημέρα, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, έχει συμβεί αυτό στα Τέμπη, να σκάσουμε και να καθίσουμε είκοσι λεπτά έτσι. Γιατί θα μπορούσαμε να έχουμε πεθάνει και οι δύο εκεί και να μην υπάρχουμε τώρα. Τόσο απλά. Απλά εμείς ήμασταν εδώ και δεν ήμασταν στο τρένο. Και η ίδια η Ναταλία, με πολύ ευγένεια, γιατί είναι και πολύ αγαπημένη μου φίλη, κάπως θυμάμαι αυτό το άχαρο τρόπο του να προσπαθείς… τι να πεις; Για ποια δουλειά να πεις, πώς να το εκφράσεις, πώς να δείξεις ότι η ζωή συνεχίζεται; Οπότε τώρα που κατέβηκα στα Τέμπη, στην πορεία, ήθελα και εγώ να πω με όλους τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες ότι «μέχρι εδώ ρε φίλε». Και δεν έχει να κάνει με κομματικά. Μέχρι εδώ στον οποιοδήποτε είναι μέσα στη βουλή. Εγώ δεν είμαι από αυτούς που ντε και καλά θέλω να τα βάλω με αυτούς που είναι σε αυτό το κόμμα ή στο άλλο κόμμα ή σε εκείνο. Στον άνθρωπο που έχει την ευθύνη απευθύνομαι. Και πραγματικά στεναχωριέμαι γιατί δεν βγαίνει κάποιος και να πει: «Συγγνώμη. Λάθος μου». Και μετά με ενοχλεί η έπαρση. Η αγένεια της έπαρσης. Η αγένεια της έπαρσης έχει να κάνει με όλους. Από τον υπουργό που ευθυνόταν για την κατάσταση, μέχρι και τους υπουργούς τώρα που βγαίνουν στα κανάλια. Και λες καλά, τι έχεις πάθει και βγαίνεις και μιλάς έτσι;».
- «Τι κρατάς από τη μέρα αυτή;»
«Την ένωση των ανθρώπων. Την αλληλεγγύη. Τα άχρωμα. Δεν είπε κανείς πόσοι είναι διαφορετικοί μέσα στην πορεία. Είπαν; Ξαφνικά δεν θυμήθηκαν αν είναι κομμουνιστές, ΠΑΣΟΚ, γκέι, στρέιτ, λευκοί, Κινέζοι, Φιλιππινέζοι ή ό,τι θέλουν να ορίσουν. Ήταν άνθρωποι εκεί όλοι. Μετά ο καθένας θα μπει στο κάστρο του να αρχίσει να πολεμάει ο ένας τον άλλον. Αυτές είναι οι παθογένειες της κοινωνίας. Στη πορεία για τα Τέμπη ήταν άνθρωποι εκεί. Άφυλα, άχρονα, παιδάκια, μεγάλοι άνθρωποι, σκύλοι, γατιά. Ήταν η ζωή εκεί. Η ζωή που ελέγχεις και λειτουργεί όλο αυτό το πράγμα, που λέγεται πόλη, ήταν εκεί. Και ρε γαμώτο περιμένω έναν τύπο χωρίς αστυνόμευση, να βγει να περπατήσει μέσα στον κόσμο και να πει «πάμε». Από οποιοδήποτε κόμμα. Εκτός από τα άκρα. Δεν τα καταλαβαίνω τα άκρα. Δεν θα τα καταλάβω ποτέ. Και δεν είμαι υπέρ των άκρων. Είμαι υπέρ των ανθρώπων.»
- «Τότε με το Me Too, υπήρξες από αυτούς που σε τρέλαναν οι δημοσιογράφοι να σε ρωτούν τη γνώμη σου ή την γλίτωσες;»
«Όχι. Απλά εγώ έχω ένα πράγμα. Χρειάζομαι λίγο χρόνο να σκέφτομαι πριν το οτιδήποτε. Πρέπει να καταλαβαίνω επί της ουσίας μέσα μου το γιατί. Όταν το γιατί μου είναι ξεκάθαρο, ξέρω πολύ καλά τι κάνω και πώς. Ακόμη και λάθος. Χρησιμοποιήσαμε μία τόσο σημαντική έννοια, με τόσο περίεργο τρόπο, που κάπως εμένα με ενόχλησε. Όταν λες ότι υπάρχει μία ομάδα η οποία υποστηρίζεται από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους, δεν βγαίνει το θυμικό μας απέναντι στους πρώτους τρεις θήτες, τέσσερις, πέντε, έξι. Βγαίνει για να υπάρξει εκεί, να υπάρχει γενικά στο χώρο. Και αν έχουμε τα «κάκαλα» που λένε και οι Πόντιοι, επιστρέφουμε στο παρελθόν και εκφράζουμε ποιοι θα έπρεπε να είναι επίσης κάτω από τον ίδιο δάχτυλο. Γιατί κάποιους μπορεί να τους έχουμε θεοποιήσει κιόλας και να έχουν κάνει πολύ χειρότερα. Απλά στις συζητήσεις μου έλεγαν στην αρχή αυτό το γνωστό, γιατί δεν βγαίνεις να μιλήσεις. Να βγω να πω τι; Γιατί αν είχε συμβεί κάτι μπροστά στα μάτια μου μια Τετάρτη πριν δέκα χρόνια, θα είχα βγει εκείνη την Τετάρτη και θα είχα ανοίξει το στόμα μου. Και οι συνάδελφοί μου το ξέρουν. Ότι όποια Τετάρτη, Πέμπτη ή Παρασκευή και αν είχε γίνει μια μαλακία, ήμουν ο πρώτος που μιλούσε και ας έχανα τη δουλειά μου. Δεν πα να είσαι όποιος και αν είσαι. Κοίτα να με ρίξεις και να πέσω, γιατί άμα ξανασηκωθώ έχουμε θέμα. Έτσι ήμουν από παιδί. Οπότε πρακτικά δεν είχα τέτοιο θέμα. Ξέραν οι συνάδελφοί μου απέναντι στη δουλειά και απέναντι στους ανθρώπους πώς είμαι. Στη δική μου εκδοχή, έτσι. Οπότε λοιπόν, σκεφτόμουν μετά, γαμώτο, γιατί το ξεχάσαμε τόσο γρήγορα; Γιατί δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να το προστατεύσουμε περισσότερο;».
- Ένιωσες ότι κράτησε λίγο και ξεχάστηκε;
«Όχι, αλλά πιστεύω ότι θα έπρεπε να πρεσβεύουμε εμείς, πώς θέλουμε οι κοινωνίες και οι άνθρωποι να ζούμε μεταξύ μας κάθε μέρα και συνέχεια. Μετά φοβόμουν όταν το πήραν στα κανάλια και έγινε Viral. Tο πήραμε και το κάναμε μια κουτσομπολίστικη κατάσταση και πάψαμε να σκεφτόμαστε ότι κάποιο παιδί είναι στο σπίτι του και κλαίει αυτή τη στιγμή, τώρα που μιλάμε εμείς σε μια συνέντευξη. Και μπορεί να κλαίει για την υπόλοιπη ζωή του. Το ίδιο σκέφτομαι καμιά φορά και για τα Τέμπη. Το σκεφτόμουν αυτά τα δύο χρόνια. Ευτυχώς τώρα πια οι άνθρωποι δεν ξεχνάνε και πολεμούν. Γιατί σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι στη θέση αυτών των 57 ανθρώπων. Και αν είναι 57. Μπορεί να είναι και 70 και να μην το ξέρουμε. Βάλαμε έναν αριθμό, μπορεί να είναι και άλλοι τόσοι άνθρωποι, να έχουν καεί και να μην τους έχουμε πάρει χαμπάρι. Έχουμε κοντή μνήμη οι άνθρωποι. Οφείλουμε να μην έχουμε αν θέλουμε να πρεσβεύουμε κάτι καλύτερο».
- «Εσένα το Me Too λειτούργησε ανακουφιστικά ως κίνημα;»
«Ναι, φυσικά. Γιατί με έναν τρόπο αποδίδεται δικαιοσύνη. Αλλά ξαφνικά έγινε σε ό,τι διαφημιζόταν μόνο. Και όχι σε άλλες τόσες περιπτώσεις που ήταν κακοποιητικές πολλές φορές μέσα στα χρόνια.»
- «Και σε εσένα έχουν συμβεί τέτοιες συμπεριφορές;»
«Δεν αφορά την κουβέντα μας αυτό. Όποιος όμως ξέφευγε από το όριο, ξανά πήγαινε στο πλαίσιο που έπρεπε να πάει. Με οποιοδήποτε κόστος. Και έτσι έμεινε και στη ζωή μου. Δηλαδή, το όριό μου είναι αυτό. Αν το ξεπεράσεις, γιατί έχεις κάθε δικαίωμα και είσαι άνθρωπος να αποφασίσεις, θα ξεπεράσω και εγώ το δικό μου».
- «Θεωρείς ότι είσαι καλός συνάδελφος εσύ;»
«Θέλω να πιστεύω ότι είμαι καλός άνθρωπος, όχι απλά καλός συνάδελφος. Είμαι άνθρωπος πρώτα απ’ όλα.»
- «Δεν κλονίζεται η πίστη σου στους ανθρώπους; Εμένα μετά τα Τέμπη ας πούμε κλονίστηκε η πίστη μου»
«Μα οι άνθρωποι θα τα αλλάξουν όλα. Κάποιοι άνθρωποι θα πάνε να φτιάξουν τους σταθμούς και κάποιοι άνθρωποι θα οδηγούν καλύτερα τα πράγματα σε μια άλλη κατάσταση. Από έναν άνθρωπο ζητάς την λύση, δεν την ζητάς από κάπου αλλού. Προσπαθείς εσύ, στο μικρόκοσμό σου να είσαι η καλύτερη πλευρά του εαυτού σου. Και όποιος μπολιαστεί με αυτό έχει καλώς. Κάποιοι δεν θα μπολιαστούν. Το Μάτι το έχουμε ξεχάσει; Κατεβαίνεις στην παραλία εύκολα; Εγώ όχι. Δεν κατεβαίνεις εύκολα στην παραλία. Δεν φροντίσαμε καν να πάμε να βάλουμε δέντρα. Δεν φροντίσαμε καν εμείς οι ίδιοι. Δεν θα έπρεπε να φροντίσουν κάποιοι να πάνε εκεί να βάλουν δέντρα; Εδώ θα μου πεις, δεν αγοράσαμε ελικόπτερα και κάηκε η υπόλοιπη Ελλάδα. Πιστεύω όμως στον άνθρωπο. Γιατί τη λύση πρέπει να την βρούμε εμείς οι άνθρωποι. Να θέσουμε και την ευθύνη στον εαυτό μας και να αλλάξουμε εμείς σε κάποια πράγματα. Να γίνουμε εμείς καλύτεροι.»
- «Παίζεις και στη νέα σειρά του Τσαφούλια. Πες μου για την μακρόχρονη πια συνεργασία σου μαζί του;»
«Κάνω ένα μικρό γκέστ στο «Ριφιφί». Δύο παιδιά ονειρεύτηκαν το 2012 να φτιάξουν κόσμους μαζί. Οι κόσμοι αυτοί που θα φτιάχνονται σε επίπεδο συνεργασίας να είναι οι ιδανικοί που θα θέλαμε. Και να τολμήσουμε να εκφράσουμε ότι καλύτερο έχει ο καθένας μέσα από τη δουλειά του και από τη συνεργασία και τη συνεύρεση. Με όλα μας τα λάθη επίσης. Δεν είμαστε τέλειοι. Και αυτό συνεχίζει να μένει. Η έννοια της φιλίας και η έννοια του πώς αυτοί οι δύο μικροί δεν έχουν ενηλικιωθεί ακόμα και ονειρεύονται καλύτερους και πιο ωραίους κόσμους. Μας ένωσε και ότι είχαμε κοινά καθρεφτίσματα ο ένας με τον άλλο. Και μας ένωσε και μια βαθιά φιλία.»
- «Στο “Ριφιφί” τι κάνεις;»
«Υποδύομαι τον πατέρα του παιδιού που χάνεται, τη μητέρα του οποίου υποδύεται η Ευαγγελία Μουμούρη. Είναι ένα πολύ μικρό, αλλά πολύ ουσιαστικό γκέστ για μένα. Είναι πολύ ωραίος ο χαρακτήρας και ήταν και πολύ ωραία η συνάντηση με την Ευαγγελία που δεν είχα δουλέψει ξανά μαζί της. Και με τον Σωτήρη τον ίδιο επίσης, γιατί είχαμε καιρό να τα πούμε.»
- «Έχεις κάνει σαρωτικές, τηλεοπτικές επιτυχίες, όπως ας πούμε το «Πενήντα Πενήντα» το οποίο παίζεται ακόμα ξανά και ξανά. Μου φαίνεσαι όμως από τους πιο ταπεινούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Δεν καβάλησες ποτέ;»
«Να καβαλήσω ποτέ. Ντροπή μου προκαλούσε όλο αυτό. Αλήθεια. Αν είμαι ο ρόλος σου κάνω τα πάντα. Αν είμαι ο εαυτός μου δυσκολεύομαι, έχω πολλά θέματα. Μέχρι και σήμερα δυσκολεύομαι πολύ. Καταλαβαίνω το ήσσον του πράγματος. Μόνο σαν ρόλος αισθάνομαι καλά. Αυτό που οι ρόλοι έχουν φέρει στον άνθρωπο μου είναι δύσκολα διαχειρίσιμο. Είναι πολλές φορές πολύ ωραίο, καμιά φορά πολύ άβολο, καμιά φορά και αγενές. Εκείνο το παιδάκι όμως, που έπαιζε στο θεατρικό εργαστήρι είναι ακόμα βαθιά ριζωμένο μέσα μου. Δεν θα αλλάξει. Δεν μπορώ. Είμαι ψώνιο με τη δουλειά μου, με την πάρτη μου ποτέ. Δεν θέλω. Βαριέμαι. Με βαριέμαι και ούτως ή άλλως του χρόνου θα έχω γεράσει, θα έχω αλλάξει πάλι. Του πάρα χρόνου θα έχω αλλάξει, μπορεί να έχω αλλάξει και απόψεις πάλι.»
- «Ναι, αλλά θα παίζεις ακόμα ρόλους.»
«Αν ο Θεός μου δώσει υγεία και είμαι καλά, ναι, θα προσπαθώ να φτιάχνω πάλι απ’ το τίποτα έναν κόσμο. Αλλά αυτός ο κόσμος δεν είναι γιατρειά για όλες τις παθογένειες μιας κοινωνίας. Δεν είναι λύση επιστημονική. Είναι μία μικρή δόση συναισθήματος που για κάποιο λόγο, θα σε κάνει να γελάσεις σαν παιδί ή θα σε κάνει να πιάσεις το χέρι του συντρόφου σου λίγο καλύτερα ή να πάρεις μια αγκαλιά κάποιον ή να κάνεις κάπου έρωτα ή να χαζέψεις ένα ηλιοβασίλεμα και να σκεφτείς κάτι και να χαμογελάσεις ή να συγκινηθείς ή να σε μετακινήσει στα δικά σου πρότυπα, στους γονείς σου, στους παππούδες σου, στους πρώτους σου έρωτες, στην πρώτη σου βόλτα με το ποδήλατο, στο πρώτο σου παγωτό, στη φωτιά, στο καλοκαίρι, στη θάλασσα ή το χειμώνα που κάποιος θα σου φέρει μια κουβέρτα ή ένα τσάι και για κάποιο λόγο, θα αισθάνεσαι αυτό που είναι το πιο ουσιαστικό από ό,τι έχουμε συζητήσει, ανθρωπιά.»
- «Ποια είναι η σχέση σου με την Αθήνα; Την αγαπάς, σε αγαπάει;»
«Δεν ξέρω αν με αγαπάει, αλλά την αγαπάω σίγουρα. Είναι η πρώτη πόλη που περιπλανήθηκα. Οι πρώτοι δρόμοι, οι πρώτες σκέψεις, φώτα, εκκλησίες, πλατείες, μαγαζιά, ξενύχτια, τέχνες, σκοτάδι, φως, γεύσεις, τίνος είσαι εσύ, ποια είναι η σκούφια σου, ρίζες εμφυλιακές από κάτω. Πορείες, συναυλίες, μουσικές, φόβος. Σίγουρα είναι ένα κοινωνικό κομμάτι δικό μου. Με έχει ενηλικιώσει με τον τρόπο της. Ήταν η πρώτη μεγάλη παιδική χαρά και λύπη που είχα την αναζήτηση να περιπλανηθώ. Και ακόμα είναι. Σχεδόν πάντα φιλόξενη. Στα κομμάτια που ήταν αφιλόξενα, όταν ήμασταν μικροί πετάγαμε αμπούλες νερού. Όσοι ήταν αφιλόξενοι τρώγανε πόλεμο από εμάς. Γιατί ήμασταν παιδάκια και παίζαμε. Μεγαλώνοντας καταλαβαίνω ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι. Αλλά για μένα έχει και μνήμες πολύ βαθιές από τη γιαγιά μου. Μνήμες. Ταμπέλες, ονόματα. Μούγερ, Μινιόν, Λαμπρόπουλος, Σύνταγμα, Λυκαβηττός, Πλατεία Αμερικής, Rebound, Decadence, Mo Better, +SODA. Και άλλα τόσα. Μια ολόκληρη ζωή», αποκρίθηκε ο ηθοποιός, ολοκληρώνοντας την συζήτηση.