Latest News

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Τι προβλέπει το πολυνομοσχέδιο για μισθολόγιο και "κόκκινα δάνεια"


Το νέο μισθολόγιο στο Δημόσιο καθώς και το νέο πλαίσιο για την ανάθεση της διαχείρισης ή πώλησης «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων προβλέπει... μεταξύ άλλων το πολυνομοσχέδιο «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, Μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων» που κατατέθηκε στη Βουλή.   
Στόχος της κυβέρνησης είναι η ψήφιση του νομοσχεδίου ως την Τρίτη το βράδυ προκειμένου στη συνέχεια να συνεδριάσει το Euroworking Group και να εγκρίνει την καταβολή της υποδόσης του ενός δισ. ευρώ προς τη χώρα μας. Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται, επίσης, ρυθμίσεις για την αυτόματη επιστροφή (clawback) νοσοκομειακής και φαρμακευτικής δαπάνης στο Δημόσιο, ενώ κυρώνονται μια σειρά συμφωνίες που αφορούν τροποποιήσεις συμβάσεων παραχώρησης των αυτοκινητόδρομων. Επιπλέον, περιλαμβάνονται διατάξεις για το ΕΣΠΑ, για τη διαδικασία χρηματοδότησης ερευνητικών φορέων, για τη ρύθμιση των τοπικών οίνων και για το ΤΑΙΠΕΔ. Με το νέο ενιαίο μισθολόγιο αποσυνδέεται ο μισθός από το βαθμό και ορίζονται τα νέα μισθολογικά κλιμάκια για τους υπαλλήλους ανάλογα με την κατηγορία της εκπαίδευσής τους. Έτσι για τους υπαλλήλους με κατηγορία εκπαίδευσης ΠΕ και ΤΕ προβλέπονται 19 μισθολογικά κλιμάκια εξέλιξης, ενώ για τους υπαλλήλους ΔΕ και ΥΕ καθιερώνονται 13 μισθολογικά κλιμάκια. Για κατοχή μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ενός έτους ο υπάλληλος θα κερδίζει δύο κλιμάκια, ενώ για κατοχή διδακτορικού τίτλου σπουδών συναφούς αντικειμένου με την εργασία του θα κερδίζει 6 κλιμάκια. Ο βασικός μισθός για υπαλλήλους ΥΕ καθορίζεται σε 780 ευρώ, ενώ για τους υπαλλήλους ΔΕ σε 780 ευρώ επί συντελεστή 1,10 ( 858 ευρώ), για ΤΕ 780 ευρώ με συντελεστή 1,33 ( 1.037 ευρώ) και για ΠΕ 780 ευρώ επί 1,40 ( 1.092 ευρώ). Η οικογενειακή παροχή για ανήλικα τέκνα, ή ανίκανα να εργαστούν και με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50%, ή για παιδιά που σπουδάζουν και δεν έχουν ξεπεράσει το 24 έτος της ηλικίας τους καθορίζεται σε 50 ευρώ για το ένα τέκνο, 70 ευρώ συνολικά για τα δύο τέκνα, 120 ευρώ συνολικά για τα τρία τέκνα, 170 ευρώ για τα τέσσερα τέκνα και επιπρόσθετα 70 ευρώ για κάθε ένα επιπλέον τέκνο. Για τους υπαλλήλους που εργάζονται σε παραμεθόριες περιοχές προβλέπεται επιπλέον αμοιβή 100 ευρώ. Το επίδομα θέσης ευθύνης καθορίζεται σε 1.400 ευρώ για Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων, σε 1.150 ευρώ για αναπληρωτές Γενικούς Γραμματείς ή Ειδικούς Γραμματείς Υπουργείων, σε 1.000 ευρώ για προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, σε 450 ευρώ για προϊσταμένους Διευθύνσεων και προϊσταμένους πολιτικών γραφείων μελών της κυβέρνησης, σε 350 ευρώ για προϊσταμένους υποδιευθύνσεων και 290 ευρώ για προϊσταμένους τμημάτων. Στο νομοσχέδιο ορίζεται μηχανισμός αυτόματης επιστροφής (claw back) στη δαπάνη των δημόσιων νοσοκομείων και των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ. Το όριο των δαπανών αυτών πάνω από τo οποίo θα εφαρμόζεται claw back θα είναι 570 εκατ. ευρώ για το 2016, 550 εκατ. ευρώ για το 2017 και 530 εκατ. ευρώ για το 2018. Ρυθμίζονται, επίσης, θέματα προστασίας της αμπελουργίας και του όρου τοπικού οίνου και θεσπίζεται πρόστιμο από 1.000 έως 30.000 ευρώ για τα οινολογικά εργαστήρια που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις.   Tι προβλέπεται αναλυτικά για τα κόκκινα δάνεια Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου, προβλέπεται ρητά η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του οφειλέτη και του εγγυητή, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, ως συνέπεια της πώλησης ή της μεταβίβασης του «κόκκινου» δανείου, ενώ υπογραμμίζεται ότι μέχρι τις 15 Φεβρουάριου 2016 εξαιρούνται από τις διατάξεις του σχεδίου «όλες οι απαιτήσεις από καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις, δανειακές συμβάσεις με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας, δάνεια και πιστώσεις χορηγούμενες σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 (Επίσημη Εφημερίδα L 124 της 20.05.2003), καθώς και από δάνεια με εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται προσωρινά η εφαρμογή στις υπόλοιπες απαιτήσεις (πρακτικά: δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις και μη καταναλωτικά δάνεια χωρίς υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας)».   Η διάταξη αποσκοπεί στο να δοθεί χρόνος, ώστε να διαπιστωθούν τυχόν προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν στην πράξη και να διορθωθούν με τον κατάλληλο νομοθετικό καθορισμό του εφαρμοστικού πλαισίου πριν από την εφαρμογή της προτεινόμενης ρύθμισης στις ανωτέρω κατηγορίες δανείων.   Σημειώνεται ότι οι εταιρείες που εξαγοράζουν τα «κόκκινα» δάνεια θα μπορούν να χορηγούν νέα δάνεια, μετά από άδεια της Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να αναχρηματοδοτηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, καθίσταται δυνατή η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όπως αναφέρεται, «η δημιουργία μίας τέτοιας αγοράς, θα είναι ωφέλιμη τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους οφειλέτες. Το πιστωτικό ίδρυμα θα μπορεί να ενισχύσει άμεσα τη ρευστότητά του εισπράττοντας άμεσα ένα τμήμα της αμοιβής του, το οποίο είναι αμφίβολο αν θα το εισέπραττε με αναγκαστική εκτέλεση και σε κάθε περίπτωση θα το εισέπραττε πολύ αργότερα. Από την άλλη πλευρά, ο δανειολήπτης θα μπορεί διαπραγματευτεί ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ' ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα είναι κερδοφόρα για τον εκδοχέα. Παράλληλα, θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιρειών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα χειροτερεύσει η νομική ή πραγματική θέση του οφειλέτη μόνο και μόνο λόγω της μεταβίβασης της οφειλής του ή της ανάθεσής της προς διαχείριση».   Η διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορεί να ανατίθεται στις εταιρείες για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών. Ωστόσο, προβλέπεται ρητά ότι 12 μήνες πριν από την προσφορά προς πώληση των απαιτήσεων, πρέπει να έχει προταθεί στο δανειολήπτη- και τον εγγυητή - με εξώδικη πρόσκληση η ρύθμιση του δανείου του, ώστε αυτό να καταστεί εξυπηρετούμενο. Η ρύθμιση αποσκοπεί στο να αποτρέψει τον αιφνιδιασμό των οφειλετών, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να ρυθμίσουν την οφειλή τους που έχει εκχωρηθεί σε τρίτους. Στην ίδια αποτροπή του αιφνιδιασμού αποσκοπεί η απαίτηση μεσολάβησης ενός μέγιστου χρονικού διαστήματος 12 μηνών ανάμεσα στην πρόσκληση και την εκχώρηση, ώστε να μην απέχουν τα δύο γεγονότα ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα. Προβλέπεται, επίσης, μη απαίτηση της προηγούμενης πρόσκλησης στις περιπτώσεις των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων κατά των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, καθώς στη μεν περίπτωση των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό, στη δε περίπτωση των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η αποστολή πρόσκλησης.   Στο πλαίσιο της ενημέρωσης του δανειολήπτη, ορίζεται ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης μπορούν να προσλαμβάνουν Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Οφειλές.   Σημειώνεται ακόμη ότι στο μέτρο που η άρση απορρήτου είναι αναγκαία για τις ανάγκες της διαχείρισης προβλέπεται η ρύθμιση αυτή ως απαραίτητη καθώς, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, «η προβολή τραπεζικού απορρήτου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδυναμία της εταιρείας να διεκπεραιώσει τη διαχείριση. Ταυτόχρονα όμως τίθενται όρια στην άρση τόσο του τραπεζικού απορρήτου όσο και στην ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη στην εταιρεία διαχείρισης, καθώς αυτά επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της διαχείρισης».   Το είδος των εταιρειών   Η διαχείριση και μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πραγματοποιείται μόνο από ανώνυμες εταιρείες που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, στους σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνεται η άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων.   Το ύψος του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου το οποίο οφείλει να διατηρεί η εταιρεία η οποία εξαγοράζει δανειακές συμβάσεις / πιστώσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είναι 100.000 ευρώ.   Οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά χορήγησης της σχετικής άδειας για την άσκηση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο της διαχείρισης και μεταβίβασης απαιτήσεων, θα εξειδικευτούν από την Τράπεζα της Ελλάδος καθώς αυτή θα χορηγεί την άδεια. Για τη λήψη της σχετικής άδειας, είναι απαραίτητη η πιστοποίηση της ταυτότητας των άμεσων ή/και έμμεσων μετόχων, της ταυτότητας των προσώπων τα οποία έχουν ειδικές συμμετοχές και της ταυτότητας μετόχων με συμμετοχή 10% ή περισσότερη έκαστου, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια των εν λόγω εταιρειών και να περιορίζεται ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Συμπεριλαμβάνεται ακόμα η πιστοποίηση της ταυτότητας των συμβούλων της εταιρείας.   Με σκοπό τη διασφάλιση της μέγιστης προστασίας των δικαιωμάτων των δανειοληπτών, για τη χορήγηση της άδειας κατατίθεται στην ΤτΕ εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και μέθοδοι που θα εφαρμόζονται κατά τη διαχείριση των απαιτήσεων. Ειδική μνεία πρέπει να προβλέπεται για δανειολήπτες που εντάσσονται σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες σύμφωνα και με τις ρυθμίσεις του Κώδικα Δεοντολογίας και τους δανειολήπτες οι οποίοι έχουν υπαχθεί στο ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη).   Για λόγους δημοσιότητας και διαφάνειας, η ΤτΕ διατηρεί στην επίσημη ιστοσελίδα της πλήρως ενημερωμένο κατάλογο με όλες τις αδειοδοτημένες εταιρείες.   Αναστολή της χορηγηθείσας άδειας αποφασίζει η ΤτΕ σε περίπτωση παράβασης είτε του τιθέμενου ρυθμιστικού πλαισίου, των Πράξεων της ΤτΕ ή των όρων της σύμβασης μεταβίβασης ή διαχείρισης δανειακών απαιτήσεων. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εταιρείας, η ΤτΕ δύναται να προβεί στην ανάκληση της σχετικής άδειας. Η ανάκληση δύναται να επισπευτεί και στις περιπτώσεις όπου ότι η εταιρεία εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο ή υπέβαλε, γνωστοποίησε ή άλλως δημοσιοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή έντυπα. Επίσης προβλέπεται ανάκληση της άδειας λειτουργίας, αν διαπιστώνεται ότι η εταιρεία χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή αν τα έσοδά της χρησιμοποιούνται για την τέλεση εγκληματικών δραστηριοτήτων.